Ήταν το 432 π.Χ. όταν οι Αθηναίοι απηύθυναν τα ακόλουθα μνημειώδη λόγια στους Σπαρτιάτες σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (1.76.2): «Δεν κάναμε τίποτα το παράδοξο ή αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση, αν δεχθήκαμε την ηγεμονία που μας εδόθη και τώρα αρνούμεθα να την εγκαταλείψουμε, επειδή έχουμε κυριευθεί από τα μέγιστα κίνητρα: την τιμή, το φόβο και το συμφέρον.» Οι Αθηναίοι συνόψισαν σε μια πρόταση τις κινητήριες δυνάμεις της Ιστορίας.
Περίπου 2400 χρόνια αργότερα η αφήγηση της Ιστορίας δεν διαφέρει στη βάση της. Αυτή η αφήγηση σήμερα εκφράζεται με το δόγμα της διαρκούς παραγωγικής και ισοδύναμα της οικονομικής μεγέθυνσης, με τη συνδρομή της σχεδόν αυτοκινούμενης τεχνολογικής προόδου. Αναπόδραστη συνέπεια της παραγωγικής διαδικασίας, σύμφωνα με τους νόμους της θερμοδυναμικής, είναι η ρύπανση με όλες τις συνέπειές της όπως κλιματική αλλαγή και καταστροφή της βιοποικιλότητας. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιδρούν σε αυτές τις συνέπειες από φόβο να αγγίξουν την οικονομική χρησιμότητα που αποκομίζουν, συνήθως βραχύβια. Χάρη στην τεχνολογική καινοτομία μπορούμε να συνεχίζουμε τον αγώνα ταχύτητας της οικονομικής μεγέθυνσης και ταυτόχρονα να καταναλώνουμε το ίδιο το οικοσύστημα, μη αναστρέψιμα στις περισσότερες περιπτώσεις. Αυτή είναι η ιστορία των εξαντλημένων ιχθυότοπων, των κομμένων δασών, των μειούμενων υδατικών πόρων, των ειδών που έχουν εξαφανισθεί κλπ.
Η ιστορία όμως έχει και την τραγική της όψη. Χωρίς μια στοιχειώδη οικονομική ευμάρεια επικρατεί η μιζέρια, ο υποσιτισμός και η υπανάπτυξη. Οι τενεκεδουπόλεις του Τρίτου Κόσμου δεν θα εκλείψουν χωρίς μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου και την ορθολογική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Όμως η γη είναι πεπερασμένη και η διαρκής οικονομική ανάπτυξη είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Το πρόβλημα είναι να βρει η κοινωνία εκείνα τα όρια πληθυσμού και κατανάλωσης που μπορεί να υποστηρίξει το περιβάλλον επί μακρόν. Για την ώρα οι άνθρωποι πορεύονται χωρίς να έχουν κατανοήσει την ύπαρξη τέτοιων ορίων και σπρώχνουν το περιβάλλον στην απώλεια.
Είμαστε ό,τι είμαστε σε μεγάλο βαθμό χάρη στις καταστατικές δυνάμεις της κοινωνίας. Πολλοί άνθρωποι μπορούν να γίνουν ακόμη και εγκληματίες αν βρεθούν κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες. Κατά μια έννοια οι ζωή μας είναι το παράγωγο μύθων και ιστοριών που έχουμε κληρονομήσει και που επιλέγουμε να πιστεύουμε, όπως για παράδειγμα οι ανώτερες φυλές ή οι εκλεκτοί του Θεού. Ο κυρίαρχος μύθος της εποχής μας είναι αυτός της αέναης οικονομικής μεγέθυνσης η οποία, εκτός από τις περιβαλλοντικές της συνέπειες, έχει αναγάγει τους ανθρώπους σε καταναλωτές, τηλεθεατές ή χρήστες του Διαδικτύου.
Το ήθος της εργασίας έχει αλλάξει. Οι άνθρωποι στις ανεπτυγμένες χώρες σηκώνονται πολύ νωρίς το πρωί, εργάζονται σκληρά όλη μέρα επιστρέφουν στα σπίτια κατάκοποι το βράδυ, παρακολουθούν μερικές εικόνες της τηλεόρασης και πηγαίνουν να κοιμηθούν για να σηκωθούν νωρίς το επόμενο πρωί. Η οικογενειακή συζήτηση γύρω απ’ το τραπέζι, οι φιλικές παρέες, η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου είναι απολιθωμένες συνήθειες του παρελθόντος. Υπάρχουν εταιρείες που έχουν διαμερίσματα και εστιατόρια στις εγκαταστάσεις τους ώστε οι εργαζόμενοι να μην χάνουν χρόνο. Να μη χάνουν χρόνο για τι;
Ο φόβος της αστάθειας του συστήματος ενεδρεύει παντού για τον πολίτη. Είναι ο φόβος του πληθωρισμού, της ανεργίας, ο φόβος της οικονομικής ύφεσης, της καθυστέρησης έναντι των άλλων χωρών, ο φόβος ότι το σύστημα ασκεί δυνάμεις που δεν ελέγχονται από τους εκλεγμένους πολιτικούς αλλά από γραφειοκράτες, ή ακόμη χειρότερα από τις ελάχιστες εταιρίες που ελέγχουν τα πετρέλαια, τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ή ακόμη βαθύτερα από κάποια σκοτεινά πρόσωπα που παρακολουθούν τα προσωπικά μας δεδομένα και τις τηλεφωνικές συνομιλίες μας από υπολογιστές, ή τα πρόσωπά μας από τις κάμερες. Αυτός ο φόβος, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης όπου υποτίθεται ότι τα σύνορα πέφτουν, έχει το παράδοξο αποτέλεσμα να υπερτονίζει τα σύνορα και τον εθνικισμό, γιατί το έθνος είναι το καταφύγιο του φοβισμένου πολίτη. Ο εθνικισμός έχει μέλλον. Και χωρίς μια υγιή παρέμβαση της πολιτείας, η πολιτική ανάγεται σε ελάσσονα γραφειοκρατία και η εξουσία ασκείται από τις λίγες πολυεθνικές και απρόσωπες εταιρείες.
Η Ιστορία δεν μας διδάσκει νόμους γιατί δεν υπάρχουν νόμοι της Ιστορίας, όπως υπάρχουν νόμοι στη φυσική ή τη χημεία. Αυτό που ισχύει για μια κοινωνία δεν ισχύει για την άλλη, και αυτό που ισχύει στην Ελλάδα του Περικλή δεν ισχύει στη σημερινή. Γι’ αυτό δεν υπάρχει θεωρία που προβλέπει τη Γαλλική Επανάσταση, τη σημερινή κρίση, ή την εξέγερση της Αιγύπτου όπως προβλέπουμε μια έκλειψη ηλίου στο μέλλον. Οι νόμοι της φυσικής υπόκεινται στην πειραματική επιβεβαίωση και την πιθανή διάψευση τα δόγματα όχι. Στην Ιστορία υπάρχει μόνο ανθρώπινη αταξία και κάποιες τάσεις. Μόλις βρούμε την ταυτότητά μας, χαράζουμε τη δική μας πορεία σ’ αυτή την αταξία.
Πρόκειται για μια πορεία με πολλά σφάλματα και πολλές διορθώσεις καθ’ οδόν. Δεν υπάρχει ο απόλυτος σκοπός όπως για παράδειγμα η αναρχία ή η τέλεια ισότητα ή ο παράδεισος του ενός ή του άλλου οικονομικού συστήματος. Ο απόλυτος σκοπός, αν υπήρχε, θα απαιτούσε τον απόλυτο καταναγκασμό και την απόλυτη βία, κάτι που υπάρχει μόνο στα κεφάλια δικτατόρων. Όπου έχει αυτό συμβεί το μόνο που απέμεινε ήταν ο καταναγκασμός και η βία. Ο απόλυτος σκοπός ήταν και είναι τόσο απόμακρος όσο και το αεικίνητο στη φυσική. Η μόνη διαφορά είναι ότι το αεικίνητο της φυσικής προκαλεί μόνο ειρωνικά χαμόγελα και κανείς λογικός άνθρωπος δεν το ψάχνει πλέον. Δυστυχώς το αεικίνητο της κοινωνίας ακόμη το ψάχνουν και αντί για ειρωνικά χαμόγελα προκαλεί αιματοχυσίες. Οι τόσοι πόλεμοι στο παρελθόν και σήμερα το μαρτυρούν.
Είμαστε τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας, οι επιθυμίες μας ποικίλουν και οι ανταγωνιστικές τριβές είναι τόσες που μόνο με συμβιβασμούς προχωρούμε. Θυσιάζουμε μέρος της ελευθερίας μας για να συμβιώσουμε, θυσιάζουμε την ευτυχία της άγνοιας αποκτώντας επιστημονική γνώση, αποφεύγουμε την τέλεια δικαιοσύνη γιατί είμαστε ατελείς και χρειαζόμαστε το έλεος, μοιραζόμαστε πολλά αγαθά γιατί η γη που μας τα παρέχει είναι κοινή και πεπερασμένη. Όμως στο τέλος εμείς ως άτομα ή κοινωνίες κάνουμε αυτές τις επιλογές που είναι όλες στα μέτρα μας και δεν έχουν τίποτα το απόλυτο. Το απόλυτο εκτός από παράλογο είναι ανύπαρκτο.
Αλλά η κατανάλωση είναι εθιστική σαν τα ναρκωτικά. Δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο στα άτομα που αποζητούν την υπαρξιακή τους ολοκλήρωση, την εξουσία και την ευτυχία μέσα από τη διαρκώς μεγεθυνόμενη οικονομία. Όμως όσο πιο πολύ καταναλώνουν, τόσο πιο μακρινή γίνεται η ολοκλήρωση και η ευτυχία. Στο τέλος η οικονομική ανάπτυξη γίνεται αυτοσκοπός και ως τέτοιος, απόλυτος σκοπός, και άρα παράλογος και ανέφικτος. Όλοι σήμερα ανησυχούν για το περιβάλλον αλλά ελάχιστοι κάνουν κάτι γι’ αυτό και όλοι φτιαχνόμαστε όταν καταναλώνουμε και όλοι γεμίζουμε τα κενά μας αποκτώντας παιχνίδια. Αυτός είναι ο κόσμος που θέλουμε; Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο θέλουμε να περάσουμε τη σύντομη ζωής μας;
Ο Νίκος Καζαντζάκης λέει με έμφαση «Όχι!» Αν και έγραφε σε μια εποχή που τα περισσότερα σημερινά προβλήματα του περιβάλλοντος ήταν άγνωστα, τα έργα του συνδέονται βαθιά με τη Γη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στα νεανικά του χρόνια στην Κρήτη στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά κυρίως στη βαθιά του αγάπη στη φύση ως λίκνου της πολυπλοκότητας της ζωής.
Ο κόσμος μας είναι πολύ απίθανος. Λίγο αν διαταραχθεί η απόσταση της γης από τον ήλιο, λίγο αν διαταραχθεί η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας η ζωή εξαφανίστηκε. Αν το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα χαθεί η γη θα παγώσει, αν αυξηθεί λίγο ακόμη το κλίμα θα θερμανθεί ανυπόφορα. Η ίδια μας η ύπαρξη είναι τελείως απίθανη. Μέσα από εκατομμύρια σπερματοζωάρια και ωάρια βγήκαμε εμείς. Κάτι απειροελάχιστο να άλλαζε δεν θα υπήρχαμε.
Ο Καζαντζάκης είχε εξαιρετική ικανότητα στο να απεικονίζει και να καταγράφει το μικρό και ασήμαντο μαζί με το μεγάλο και μεγαλειώδες επειδή ήξερε καλά ότι και τα δυο είναι ένα. Ο άνθρωπος, η λεγόμενη κορωνίδα όλων των ειδών, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τα άνθη, τα έντομα, τους μύκητες και τα μικρόβια. Γράφει με τον ίδιο λατρευτικό σεβασμό για το φυσικό περιβάλλον, του βράχους, τη βροχή, τον αέρα. Ο Καζαντζάκης είχε κατανοήσει απόλυτα την ενότητα του φυσικού και βιολογικού περιβάλλοντος και τη θέση του ανθρώπου μέσα τους. Η γραφή του είναι μια συνεχής αναζήτηση και μια συνεχής αγωνία για τον κόσμο και το επέκεινα. Και ο κόσμος, το στολίδι, είναι η ίδια η φύση και μέρος της είναι ο άνθρωπος.
Ο Καζαντζάκης σε μια έμμεση αναφορά του στις αρχαίες ελληνικές φιλοσοφίες λέει για τα βασικά στοιχεία της φύσης στον «Φτωχούλη του Θεού»:
Όμως πάνω απ’ όλα αγαπούσε ο Φραγκίσκος το φως, τη φωτιά και το νερό. «-Τι μεγάλη η καλοσύνη του Θεού, φράτε Λεόνε! Μου λεγε συχνά ∙ τι θάματα είναι ετούτα που μας περικυκλώνουν! Όταν ανατέλνει ο ήλιος το πρωί και φέρνει το φως, είδες πώς τραγουδούν τα πουλιά και πώς πηδάει η καρδιά μας μέσα στο στήθος; Και πώς γελούν οι πέτρες και τα νερά; Κι όταν πέσει η νύχτα, πώς έρχεται καλοπροαίρετη η αδερφή Φωτιά και πότε ανεβαίνει στο λυχνάρι μας και μας φωτίζει, πότε καθίζει στο τζάκι και μας μαγερεύει το φαί και μας ζεσταίνει το χειμώνα; Και το νερό, τι θάμα είναι πάλι ετούτο, φράτε Λεόνε! Πώς κυλάει και κακαρίζει και γίνεται ρυάκι και ποτάμι και κατεβαίνει στη θάλασσα τραγουδώντας! Και πώς πλένει, ξεπλένει και καθαρίζει τα πάντα! Κι όταν διψούμε, τι δροσιά είναι εκείνη που κατεβαίνει και ποτίζει το σπλάχνο! Πόσο καλά σοφιλιασμένο το κορμί με τον κόσμο, η ψυχή με το Θεό! Συλλογιέμαι όλα ετούτα τα θάματα, φράτε Λεόνε, και δε θέλω πια να μιλώ, δεν θέλω πια να περπατώ, μα να τραγουδώ και να χορεύω.
Και αργότερα κάνει λεπτομερή καταγραφή ειδών ψαριών με τα κοινά τους ονόματα και παρουσιάζει την πολυπλοκότητα της βιοποικιλότητας με προσοχή στη λεπτομέρεια. Το κάθε είδος έχει την ιδιαίτερη θέση του στην οικολογική αλυσίδα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αν ένας κρίκος αυτής της αλυσίδας σπάσει, συχνά απροσδόκητα και καταστροφικά πράγματα συμβαίνουν. Όταν αναφέρεται στο ψάρι το αποκαλεί αδερφό, ίσως γιατί όλα τα είδη μοιράζονται τον ίδιο πλανήτη, ίσως γιατί γνώριζε ότι η προέλευση της ζωής είναι από τους ωκεανούς.
Ευτύς ως είπε τα λόγια ετούτα, τρικύμισε η θάλασσα, φούσκωσε ο ποταμός κι άρχισαν να μαζεύουνται τα ψάρια∙ άλλα έρχουνταν από μακριά, άλλα ανέβαιναν από το βυθό, λογής λογής ψάρια-πέρκες, σφυρίδες, συναγρίδες, ορφοί, γλώσσες, σκυλόψαρα, χελιδονόψαρα, ξιφιοί, κέφαλοι, λυθρίνια, σκορπίδια, βώπες, τσιπούρες, και πού να τα’ αναστορηθώ όλα, τοπόψαρα, αφρόψαρα, κυνηγόψαρα, πέτρωσε ο ποταμός κι η θάλασσα τα πιο μικρά μπροστά, πίσω τα μεσιακά, πιο πίσω, στα βαθιά νερά, τα χοντρόψαρα∙ κι όλα σήκωναν το κεφάλι τους απόξω από το νερό ν’ ακούσουν. Κι όταν συντάχτηκαν όλα, άπλωσε το χέρι του ο Αντώνιος και τα βλόγησε∙ κι ευτύς με δυνατή φωνή άρχισε να κηρύχνει: «Αδέρφια μου ψάρια, σας κάλεσα για να δοξολογήσουμε μαζί τον ουράνιο Πατέρα μας∙ τι χάρες και χαρές σας έδωκε! Τι πλούτος! Τρισεύγενο στοιχείο είναι το νερό, δροσερό, καθαρό, διάφανο∙ όταν είναι ήλιος και γαλήνη, ανεβαίνετε στον αφρό και παίζετε∙ όταν ξεσπάει τρικυμία, κατεβαίνετε στο βυθό, ασάλευτη γαλήνη εκεί κάτω, και χαίρεστε∙ τι χρώματα, τι λυγεράδα, τι ομορφιά σάς έδωκε ο Θεός, αδέρφια μου ψάρια! Όταν έγινε ο μεγάλος κατακλυσμός κι όλα τα ζωντανά της στεριάς πνίγηκαν, μονάχα εσείς κολυμπούσατε ήσυχα κι ασφαλισμένα στα φουσκωμένα νερά.
Ο πολιτισμός ξεκίνησε με τη γεωργία και οι άνθρωποι άρχισαν να οργανώνονται σε μεγάλες κοινωνικές ομάδες πριν από κάπου 10.000 χρόνια. Χωρίς τη γεωργία θα είμαστε ακόμη μικρές ομάδες κυνηγών-συλλεκτών, δεν θα υπήρχε κοινωνία. Η γεωργία επέτρεψε τη δημιουργία χωριών, φυλών και πόλεων και σήμανε την αρχή του εμπορίου. Αργότερα εμφανίστηκαν τα χρήματα και ο πλούτος έδωσε την ευκαιρία της αναζήτησης, της δημιουργίας της επιστήμης και της τέχνης. Ο Καζαντζάκης ξέρει καλά την αρχή των πραγμάτων όταν περιγράφει μια αγροτική σκηνή.
Kόντευε να τελέψει το καλοκαίρι: κείτουνταν η γης ευχαριστημένη, σα γυναίκα που γέννησε. Τα σπαρτά θερισμένα, τ’ αμπέλια τρυγημένα, γυάλιζαν κιόλα ανάμεσα στα φύλλα της πορτοκαλιάς, μικρούλικα ακόμα, σκούρα πράσινα, τα πορτοκάλια∙ τα χελιδόνια περίμεναν τους γερανούς να τα πάρουν στις φτερούγες τους να φύγουν. Αλαφριά, τρυφερά σκεπασμένος ο ουρανός, από τα βουνά ξεκινούσε η βροχή, τα χρώματα μύριζαν.
Παράδεισος χωρίς φύση δεν γίνεται̇ οι άνθρωποι μόνοι δεν αρκούν, ούτε οι άγγελοι, ούτε οι άγιοι.
Να ’μουν Θεός, θα ’μπαζα και τα βόδια στον Παράδεισο μαζί με τους αγίους. Μπορείς εσύ, φράτε Λεόνε, να φανταστείς Παράδεισο χωρίς γαϊδουράκια και βόδια και πουλιά; Εγώ δεν μπορώ. Δε φτάνουν οι άγγελοι κι οι άγιοι, όχι, δε φτάνουν. Πρέπει να ’χει η Παράδεισο και γαϊδουράκια και βόδια και πουλιά!
Η πολυπλοκότητα της φύσης και η εκπληκτική δυναμική ισορροπία της ζωής κάνουν τον Ζορμπά να απορεί για το θαύμα. Γράφει ο Καζαντζάκης στον «Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»:
Κάθισε πάλι χάμω, παράχωσε κάστανα στη χόβολη του μαγκαλιού, γέμισε τα ποτήρια μας κρασί. Ήπιε, ξανάπιε, καθάρισε ένα κάστανο, μού το δωκε.
-Καταλαβαίνεις τίποτα, αφεντικό; με ρώτησε. Εγώ τα’χω χαμένα. Όλα έχουν ψυχή, και τα ξύλα κι οι πέτρες και το κρασί που πίνουμε και το χώμα που πατούμε. Όλα, όλα, αφεντικό.
Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης αλλά ο πολιτισμός του σε μεγάλο βαθμό είναι έξω από τη φύση. Ο άνθρωπος γκρεμίζει την τάξη και την ισορροπία του κόσμου. Η αλαζονεία που πρώτα περιγράφηκε με τον Πύργο της Βαβέλ τον κάνει να ξεχνάει πόσο εφήμερος και ευάλωτος είναι. Νομίζει ότι έγινε θεός. Εξαφανίζει τη ζωή, μεταβάλλει το κλίμα, φτιάχνει τη δική του ζωή έξω από τους νόμους της φύσης. Στο έργο του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ο Καζαντζάκης κάνει υπαινιγμούς γι’ αυτά που έρχονται, για την παραβίαση της τάξης του κόσμου.
Κάποτε θα ’χαν κατοικήσει κι εδώ άνθρωποι-διακρίνεις ακόμα έναν γκρεμισμένο τοίχο, βήσαλα από σπασμένα λαγήνια, καρπόδεντρα που έφυγε ο δαμαστής κι αγρίεψαν. Έσβησαν οι δρόμοι, γέμισαν αγριόχορτα και χαλίκια, ξαναγύρισαν τα σπίτια στα πρώτα τους συστατικά, πέταξαν αγκάθια τα μερωμένα δέντρα και ξανάρθαν στην πατρίδα τους οι λύκοι, οι αλεπούδες, οι λαγοί, που είχαν φοβηθεί τον άνθρωπο κι είχαν φύγει. Τα χώματα, τα δέντρα, τα ζα ανάσαναν, ξαναβρήκαν τη λευτεριά τους, δεν ζορίζουνταν πια από το εφήμερο δίποδο τέρας, που πρόβαλε μια στιγμή, παραστράτισε τα αιώνια κι έφυγε.
Και αργότερα στο ίδιο έργο μιλάει για ένα χωριό, το μικρό κύτταρο της ανθρώπινης συνύπαρξης με λυρισμό και αγάπη. Ο Άη Γιώργης δεν λέει στον Παπαφώτη να χτίσει το χωριό αλλά του δίνει τον σπόρο ενός χωριού και του λέει να τον φυτέψει στη γη.
-Παιδιά μου φώναξε ο παπά-Φώτης, εδώ, στο κακοτράχαλο τούτο βουνό, με τη δύναμη του Θεού, θα ριζώσουμε. Τρεις μήνες οδοιπορούμε, έλιωσαν τα παιδιά κι οι γυναίκες, κι οι άντρες ντρέπουνται πια να ζητιανεύουν. Σαν το δέντρο είναι κι ο άνθρωπος∙ θέλει χώμα. Εδώ θα ριζώσουμε! Είδα απόψε στον ύπνο μου τον Άι-Γιώργη το χωριανό μας, απαράλλαχτο όπως είναι ζωγραφισμένος στο λάβαρο που φέραμε από την πατρίδα. Ξανθός λεβέντης, σαν την άνοιξη, καβάλα σε άσπρο άλογο.
Ο Άι- Γιώργης μας πήρε στα καπούλια του αλόγου και μας έφερε εδώ, στο έρημο τούτο βουνό που πατούμε∙ και χτες τη νύχτα ήρθε στον ύπνο μου, μού άπλωσε το χέρι και μού απίθωσε στη φούχτα το σπόρο ενός χωριού- ένα μικρό μικρό χωριουδάκι που χωρούσε στην απαλάμη μου, με την εκκλησιά του, με το σκολειό, με τα σπίτια, με τα περιβόλια του, και μού ’πε: «Φύτεψέ το!».
Η γη, το τοπίο, το φυσικό περιβάλλον έχουν τη δική τους ζωή, φτιάχνουν τη δική τους ζωή. Γιατί και τα άψυχα είναι μέρος του μεγάλου όλου. Και η Ελλάδα με τη μοναδική της φύση και το φως και τη θέση της στον κόσμο είναι θεμελιώδες κύτταρο του μεγάλου όλου. Γράφει στην «Αναφορά στον Γκρέκο»:
Όλα στην Ελλάδα, βουνά, ποταμοί, θάλασσες, πεδιάδες, «ανθρωπίζουνται» και μιλούν στον άνθρωπο μια σχεδόν ανθρώπινη γλώσσα. Δεν τον καταπλακώνουν, δεν το τυραννούν∙ γίνουνται φίλοι του και συνεργάτες. Η θολή, ακαταστάλαχτη κραυγή της Ανατολής, περνώντας από το φως της Ελλάδας, καθαρίζει, ανθρωπίζεται, γίνεται Λόγος. Η Ελλάδα είναι το φίλτρο που λαγαρίζει με αγώνα πολύ το κτήνος σε άνθρωπο, την ανατολίτικη σκλαβιά σ’ ελευτερία και τη βάρβαρη μέθη σε νηφάλιο λογισμό. Να δώσει πρόσωπο στο απρόσωπο, μέτρο στην αμετρία, ισορροπώντας τις συγκρουόμενες τυφλές δυνάμεις, τέτοια η αποστολή της πολυβασανισμένης στεριάς και θάλασσας που λέγεται Ελλάδα.
Είναι αληθινή χαρά, πλούτος μεγάλος να τριγυρνάς την Ελλάδα. Τόσο το ελληνικό χώμα είναι ποτισμένο με δάκρυα, ιδρώτα και αίμα, τόσο τα ελληνικά βουνά είδαν ανθρώπινο αγώνα, που ανατριχιάζεις λογιάζοντας πως στα βουνά ετούτα και τ’ ακρογιάλια παίχτηκε η μοίρα της λευκής φυλής. Παίχτηκε η μοίρα του ανθρώπου. Σίγουρα σ’ ένα από τ’ ακρογιάλια αυτά, τα γεμάτα χάρη και παιχνιδίσματα, θα γίνηκε το θάμα της μετουσίωσης του ζώου σε άνθρωπο.
Ο Καζαντζάκης στο Νείλο κατανοεί σε βάθος τη δυναμική της φύσης και της ζωής. Ο μεγαλειώδης ποταμός δεν πρέπει να κατακτηθεί, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να ζήσουν αρμονικά και με σεβασμό μαζί του. Πρέπει να τον αφήσουν να πλημμυρίζει τα χωράφια, να φέρνει τα υλικά του από το νότο στον βορά για να θρέψει το άγονο χώμα και να το κάνει εύφορο, να προστατεύει τη γη από τη διάβρωση της θάλασσας στη Μεσόγειο, να φέρνει τροφή στα ψάρια.
Όταν το ξέχασαν αυτό αργότερα, έχτισαν το φράγμα του Ασσουάν και πλήρωσαν ακριβά την ύβρη. Πριν το φράγμα οι ψαράδες έπιαναν 18.000 τόνους σαρδέλες το χρόνο. Μετά το φράγμα η αλιεία κατέρρευσε. Ακολούθησε έξαρση της σχιστοσωμίασης, αρρώστιας που οφείλεται σε ένα παράσιτο των σαλιγκαριών, και προσβάλλει ζωτικά όργανα των ανθρώπων. Τα σαλιγκάρια ευδοκιμούν στα σύγχρονα χαντάκια άρδευσης που μένουν πλημμυρισμένα όλο το χρόνο σε αντίθεση με το παρελθόν που η άρδευση αφηνόταν στον ποταμό και τις περιοδικές πλημμύρες του. Η γη σήμερα έχει υποχωρήσει κατά μήκος της ακτογραμμής της Μεσογείου κατά 4 χιλιόμετρα. Τα χωράφια αντί για φυσική λίπανση απαιτούν χημικά λιπάσματα και δηλητήρια. Και όλα αυτά επειδή οι άνθρωποι στο όνομα της προόδου και της μόδας άλλαξαν τη ροή του αρχαίου ποταμού. Ο Καζαντζάκης το θέτει με τον λυρικό του τρόπο στο «Ταξιδεύοντας»: Ο Νείλος δε γεννά μονάχα τη γης, τα δέντρα, τα ζώα και τους ανθρώπους. Γεννά ακόμα και τους νόμους και τις πρώτες επιστήμες. Η πλημμύρα του δεν είναι πάντα ευεργετική μπορεί, όταν δεν τη ρυθμίσουν οι άνθρωποι, να καταστεί ολέθρια. Αναγκάζουνται λοιπόν οι άνθρωποι να οργανωθούν, να συνεργαστούν, για να μπορέσουν να προσεταιριστούν την πλημμύρα, να σηκώσουν υψηλούς φραγμούς για ν’ ανακόψουν την ορμή της και να αποθηκεύσουν σε μεγάλη δεξαμενή το νερό που περισσεύει.
Περιπλανώμαι στους όχτους, ανάμεσα στα καλάμια, κοιτάζω με σεβασμό και τρόμο το βουβό τούτο νερό να σαλεύει. Βαρύς, αμίλητος σαλεύει ο Νείλος, μάχεται όσο μπορεί, οδηγημένος από τον άνθρωπο, να καρπίσει, αγγίζοντας, ποτίζοντας βιάζοντας την έρημο. Κι αυτή μια στιγμή παραδίνεται, ανοίγει, καρπίζει, γεννά φοινικιές, ζώα, φελάχους.
Το μήνυμα του Καζαντζάκη δεν είναι η επιστροφή στη φύση κατά την κυριολεκτική της έννοια, ό,τιδήποτε σημαίνει αυτό. Στο κάτω κάτω είναι αδύνατη η επιβίωση 7 δισεκατομμυρίων κυνηγών-συλλεκτών, ακόμη και για λίγο χρόνο. Το μήνυμα είναι να συνδεθούμε με τη φύση πνευματικά, να πάψουμε να την καταστρέφουμε τυφλωμένοι από την τιμή, το φόβο και το συμφέρον, και να σεβαστούμε και να συντηρήσουμε ό,τι απομένει, ακόμη και κείνα τα μέρη που οι πιο πολλοί από μας δεν θα ιδούμε ποτέ, όπως την Ανταρκτική και τον Αμαζόνιο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό επειδή η φύση έχει τη δική της αξία αλλά και για καθαρά χρησιμοθηρικούς λόγους: η φύση υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους, το αντίστροφο είναι αδύνατο.
Γιάννης Α. Φίλης