Γράφει ο Δημήτρης Κακαβελάκης στα Χανιώτικα Νέα στις 23Ιανουαρίου 2017
http://www.haniotika-nea.gr/imeres-sto-oriente-3/
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΞΥΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Όμως, αυτοί αναγκασμένοι από τους διώκτες τους τραβιούνται όλο και βαθύτερα στο δάσος αγωνιζόμενοι σκληρά ενάντια στη συνεχή καταδίωξή τους. Ώσπου, το 2003 έγινε «για το καλό της προόδου μαζική εξόντωσή τους…. Ο Έκτωρ είπε ότι το 2003 ήταν σκληρό», «πολύ σκληρό» για τους ΑΝΕΠΑΦΟΥΣ.Αυτή η ζούγκλα είναι καταραμένη από της ξυλεία και το πετρέλαιο». Όλα τα μέρη που έχουν πλούτο στο υπέδαφος είναι καταραμένα ….
Ο συγγραφέας στο τέλος της πολλαπλών μορφών εκδιήγησης της εξόντωσης των Ανέπαφων, γράφει στη σελ. 87. «Όσοι διαβάζουν τον εαυτό τους, διαβάζουν τα πολλαπλά του πρόσωπα, τις υπεκφυγές του, τις ωραιοποιήσεις του, τα μικρά και μεγάλα του ψέματα. Αν, είναι τυχεροί αναγνωρίζουν την αυταπάτη και την αναγνωρίζουν στους άλλους. Γιατί, πως αλλιώς να πείσεις τους άλλους να σου βρουν μια καλή θέση στο γεμάτο μύθους δράμα; Ναι, αυτή είναι η τετριμμένη ιστορία των ανθρώπων.
ΣΚΟΤΩΜΟΙ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ «ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΕΣ ΑΠΑΓΩΓΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ»
Στο κεφάλαιο εννιά περιγράφεται η τραγωδία του σκοτωμού μιας μάνας μπροστά στα δύο περίτρομα μικρά κοριτσάκια της. Για να τα μεταφέρουν σε νοσοκομεία και κρατικά ιδρύματα αφού, ξεχωρίζουν, το ένα από το άλλο, με απαγωγή με ελικόπτερο από πεζοναύτες. Όμως, έπρεπε να επιστρέψουν και τις δύο αδελφές στη Φυλή τους, είπε η Σελέστε. Αυτή όμως η κατάσταση έχει γενικευθεί.
Το 10ο κεφάλαιο αναφέρεται στη χολέρα που ξέσπασε το 1991…. οι άνθρωποι αρρώσταιναν και πέθαιναν στους δρόμους, στα σπίτια, στις καλύβες, στα νοσοκομεία, και ανοίξαμε πολλού τάφους εκείνη τη δεκαετία.
Όταν τελείωσε η επιδημία ήμαστε όλοι κουρασμένοι. Οι περισσότεροι συνέχιζαν να ζουν όπως πριν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα….. Τότε είχαμε σκοπό. Ήμαστε απροετοίμαστοι αλλά ενωμένοι. Τώρα, διαιρεμένοι.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙ ΠΟΛΛΗ ΜΝΗΜΗ…..
Το φως περνούσε δισταχτικό ανάμεσα από τα μπαμπού της καλύβας, σχεδιάζοντας αφηρημένες γραμμές. Η Σελέστε είπε: «Έπρεπε να ξεχάσω για να συνεχίσω» Ύστερα το βλέμμα της συγκεντρώθηκε στη χορτάρινη οροφή για να πει: «Κανένας δεν αντέχει πολλή μνήμη, η ζωή χωρίς δόση αμνησίας είναι πολύ σκληρή και είναι λέξη».
Δεν αποκρίθηκα εκείνη συνέχισε. «Στην αρχή το πήραμε για παιγνίδι. Τ’ άρματα μάχης στους δρόμους. Οι περιπολίες με τους πάνοπλους στρατιώτες, οι οργισμένοι στρατιωτικοί, όλα ήταν παιχνίδι. Ήμαστε παιδιά και δεν ξέραμε άλλο τρόπο….. Ο πατέρας μου μιλούσε για το caravana de Lamuerte (το καραβάνι του θανάτου). Είχε χάσει τη δυνατή φωνή του και μιλούσε ψιθυριστά. Έλεγε ότι κανένας δεν γνώριζε ποια είναι τα καρφιά της DINA, της μυστικής αστυνομίας. Έλεγε: να προσέχουμε τι λέμε και ποιόν συναναστρεφόμαστε. Μέσα σε λίγο χρόνο περάσαμε πολλές ηλικίες. Ενηλικιωθήκαμε απότομα με τον πιο σκληρό τρόπο. Ένα πρωί ξυπνήσαμε γερασμένοι έχοντας χάσει τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία.
ΕΝΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΤΟΥ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ….
Η Σελέστε διέκοψε για λίγο σαν να έψαχνε να βρει κάποια άκρη. Μετά συνέχισε «Ήθελα να κάνω πολλά πράγματα, Να γίνω πολυπράγμων, στ’ αλήθεια δεν ήξερα τι ήθελα. Νόμιζα ότι ζούσα μια ζωή ευτυχισμένη ίσως σ’ ένα κόσμο ευτυχισμένο. Με τον κόσμο μου να ήταν σαν εκείνα τα καουμπόϊκα έργα αλλά…. ήταν ένας επίπεδος κόσμος και πίσω του καμιά άλλη διάσταση….. Εκείνο το πρωί με προσγείωσε άσκημα: Έβρεχε, έβρεχε ασταμάτητα. Ο πατέρας μου παραδόθηκε στις αρχές από μόνος του. Δεν είχε τίποτα να φοβάται. Φιλειρηνικός άνθρωπος. Το ελικόπτερο Πούμα προσγειώθηκε στο στρατόπεδο που τον κρατούσαν. Η ομάδα του caravana de Lamuerte μπήκε βιαστικά στο θάλαμο κράτησης. Ήταν ο ταξίαρχος, O συνταγματάρχης, ο λοχαγός και ο υπολοχαγός. Η πεντάδα θανάτου. Ο ταξίαρχος κοίταξε κουρασμένα τον πατέρα μου «πάρτε τον» είπε και αναχώρησε για το ελικόπτερο. Είπαν ότι του έβγαλαν πρώτα τα μάτια με μαχαίρι, μετά του έσπασαν τα πόδια και τον πυροβόλησαν στα γεννητικά όργανα.
Λίγους μήνες αργότερα ένας παπάς τον ξέθαψε μαζί με άλλους. Τους φόρτωσαν σ’ένα μεταγωγικό αεροπλάνο τους πέταξαν στον ωκεανό. Ο παπάς ήταν καθολικός.
ΑΛΛΑ, ΤΙ ΟΡΙΕΝΤΕ, ΤΙ ΓΚΑΛΑΠΑΓΚΟΣ, ΤΙ ΧΙΛΗ, ΤΙ ΕΛΛΑΔΑ;
Η Σελέστε έμοιαζε να μονολογεί. «Εξαφάνισαν τους νεκρούς. Εγώ όμως πρέπει να συμπληρώσω την αφήγηση, έστω κι αν μου λείπουν πολλές ιστορίες. Είναι η οφειλή μου στη μνήμη. Δωδέκατο κεφάλαιο, μεσάνυχτα. Τον συγγραφέα τον κατακλύζουν πολλές ιστορίες, περίπου παρόμοιες μ’ εκείνες της ΣΕΛΕΣΤΕ…. Αλλά τι Οριέντε; τι Γκαλαπάγκος, τι Χιλή; τι Ελλάδα; Τι Αφρική; Ο συγγραφέας ακούγοντας τη Σελέστε άρχισε να σκέφτεται τις δικές του ιστορίες-οφειλές μνήμης- που έρεαν από κάθε κατεύθυνση σαν τα ρυάκια, τυχαίες και φαινομενικά ξένες και μετά συμβάλλουν στον μεγάλο ποταμό, βρίσκοντας ξαφνικά το σκοπό. Άκουγα τη Σελέστε καθώς άνοιξε μικρές ρωγμές για να την προσεγγίσω. Αρχισα να σκέφτομαι το χωριό μου πριν πολλές δεκαετίες . Είχε έρθει εκείνο το πρωινό του 1967 ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο γεμάτο οπλισμένους στρατιώτες.
ΜΗΝ ΑΚΟΥΤΕ ΤΙΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΕΣ ΟΜΩΣ ΥΨΩΘΗΚΕ ΤΟ ΠΑΝΟ «ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ»
Όλοι ακροβολίστηκαν σαν να έκαναν άσκηση. Μου είχε κάνει εντύπωση η σοβαρότητά τους. Στα πρόσωπα, στον βιαστικό βηματισμό τους, στο χτύπημα της μπότας, στην άσφαλτο. Φεύγοντας πήραν μαζί τους δύο χωριανούς. Άλλοι είπαν ότι πήραν τέσσερις και τους είχαν χτυπήσει. Οι πιο πολλοί έλεγαν ότι όλα ήταν ψέματα και να μην ακούμε την προπαγάνδα….
Λίγες μέρες μετά, ένα πανό απλώθηκε πάνω από τον κεντρικό δρόμο με την επιγραφή «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Έμεινε εκεί για χρόνια. Οι παλιοί ταγματασφαλίτες του χωριού κάθονταν στα πρώτα τραπέζια στα κεντρικά καφενεία ρουφώντας με θόρυβο τον καφέ της, χτυπώντας δυνατά τα πλαστικά κομπολόγια της. Στο διπλανό γραφείο της κοινότητας ένα τεράστιο μεγάφωνο μετέδιδε ειδήσεις και μηνύματα των συνταγματαρχών από τον κρατικό σταθμό ραδιοφωνίας….. Φρικτή εποχή της στρατιωτικής χούντας και της περιπέτειας του ελληνικού στρατού του Ελληνικού και Κυπριακού λαού.
ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΟΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΙ ΚΑΤΑΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΣΑΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΤΟΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑ
Η εισβολή του τουρκικού στρατού και η κατάληψη της βόρειας πλευράς του νησιού, ήταν μια περιπέτεια τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ελλάδα.
Μέσα σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας τόσο για στρατιώτες, στρατιωτικούς και πολίτες με ύβρεις και απειλές: Ταγματάρχης σε στρατιώτη: «είσαι κομμουνιστής. Κάθαρμα, σαν όλα τα άλλα καθάρματα που θέλουν την ανατροπή της Εθνικής Κυβερνήσεως….» Ακολούθησε ο πραξικοπηματίας συνταγματάρχης. Μπήκε στη μεγάλη αίθουσα της ακαδημίας με γρήγορα βήματα, ανέβηκε στο βήμα, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές με το που μπήκε στην αίθουσα σηκώθηκαν ομαδικά. Απόλυτη σιγή. Ξερόβηξε κι άρχισε να μιλάει με βραχνή βροντώδη φωνή…. Ήθελε να τελειώσει γρήγορα, είπε ότι ο ίδιος θα έσπαγε με τη λαβή του πιστολιού του το κεφάλι όποιου καθηγητή ανεχότανε την αναρχοκομμουνιστική εξέγερση των φοιτητών. Το χειροκρότημα ήταν θυελλώδες. Αλλά οι ελάχιστοι που δεν χειροκρότησαν έχασαν αργότερα τη θέση τους …..»
Άκουγα την αφήγηση της Σελέστε στο πιο απίθανο μέρος του κόσμου. Προσπαθούσα να βρω τις κοινές λέξεις στη δική της και στη δική μου αφήγηση. Προσπαθούσα να ενώσω δύο σύμπαντα που είχαν κοινό πρόγονο. Δύσκολο όμως να πεις ότι η τραγωδία κερδίζει το παιγνίδι του κόσμου ότι η κωμωδία στο τέλος το έχει κάνει ολοκληρωτικά δικό της μ’ εκείνο το σαρκαστικό «Σου το’χα πει.».
Αλλά, παρά το σαρκαστικό «Σου το’χα πει» ο πόνος της ανάμνησης της τραγωδίας της ζωής παραμένει βαθύς κι αγιάτρευτος, λέμε κι εμείς.
Από τη σελίδα 113-139 ο Γιάννης Φίλης αναφέρεται, με βαριές αναμνήσεις, και βιωματικές εμπειρίες στην τραγωδία της χαοτικής περιόδου, σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής μας ζωής. Για να αναμνησθεί και την τραγωδία της χαμένης ελληνικής Ιωνίας κ.λπ. κ.λπ. Γεγονότα που είχαν, από τότε ως σήμερα δραματικές συνέπειες…..
Απ’ όλες αυτές τις μνήμες ο συγγραφέας μεταφέρθηκε, πάλι, στο απίθανο μέρος του πλανήτη. Ακούγοντας τη Σελέστε. Προσπαθούσα, λέει, να βρω τις κοινές λέξεις στη δική της και στη δική μου αφήγηση. Θυμήθηκα όταν ο Τάκης του Α2 με πλησίασε λέγοντάς μου: «Το επόμενο Σάββατο θα μιλήσεις για το οικονομικό θαύμα της επανάστασης».
Τον κοίταξα έκπληκτος, «εγώ θα μιλήσω;». «Ναι σε διάλεξε ο λοχαγός γιατί έχεις εκπαίδευση στης διαπαιδαγώγηση….»
«Και τι ξέρω εγώ από οικονομικά;»
…. Ένιωσα μεγάλο βάρος. Άκουσε, του είπα αποφασιστικά, βρες μου άλλο θέμα. Αν δεν έχεις αντίρρηση θα σου βρω εγώ θέμα. Αύριο θα το έχεις. Συμφώνησε γελώντας. «Να δω πως θα πείσω, τον Α2.»….
Καθώς μιλούσα «για το μέλλον του κόσμου πρόσεξα πόσο φθαρμένο ήταν το χρώμα στους τοίχους της αίθουσας…. Σχεδίασα εκθετικές καμπύλες στον πίνακα για να δείξω την αύξηση του πληθυσμού και της ρύπανσης».
…Όταν τελείωσα τη διάλεξη το χειροκρότημα ήταν έντονο… ένας στρατιώτης που δούλευε κινηματογραφιστής στη Στοκχόλμη μου χάρισε ένα βιβλίο για το περιβάλλον με τίτλο The doomsday book «αν οι καραβανάδες καταλάβαιναν τι είπες θα σε είχαν συλλάβει αμέσως….».
Μετά από αυτή τη θύμηση ο Ντόκ γύρισε στη θύμηση της Σελέστε… «την είδα ξαφνικά δίπλα στον κορμό της βερικοκιάς. Ξαφνιάστηκα στην αρχή, αλλά κατάλαβα γιατί είχε έρθει. Το πρόσωπό της είχε την ίδια σκιά μελαγχολίας την ίδια προσδοκία…..» «πως με βρήκες στο ησυχαστήριό μου;» τη ρώτησα.
Αύριο η τελική αφήγηση της φρίκης που δεν είχε τελειώσει, η, νέα φρίκη του κόσμου.