Η ιστορία γράφεται με λέξεις. Οι λέξεις έχουν άπειρες όψεις, για τούτο η ιστορία έχει άπειρες όψεις. Οι λαοί, όταν γράφουν την ιστορία τους, απωθούν τα αρνητικά και τονίζουν τα θετικά. Συνήθως περιορίζονται σε αποστειρωμένες εκθέσεις των πραγμάτων – δεν θα πω της αλήθειας, γιατί δεν είμαι βέβαιος αν υπάρχει αλήθεια. Υπάρχουν μόνο απόψεις που εξαρτώνται από τις αξίες και τα συναισθήματα εκείνων που τις εκφράζουν.
Οι Αρμένιοι υποστηρίζουν ότι οι Τούρκοι διέπραξαν γενοκτονία εναντίον τους στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Τούρκοι λένε ότι έκαναν αμυντικές επιχειρήσεις. Οι Τούρκοι υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες εισέβαλαν στην Τουρκία το 1919 και διέπραξαν εγκλήματα κατά του πληθυσμού. Εμείς λέμε ότι κάναμε απελευθερωτικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, ενώ οι Τούρκοι διέπραξαν εγκλήματα κατά των Ελλήνων αμάχων.
Η ιστορία γράφεται με λέξεις αλλά δημιουργείται με πράξεις. Μετρήσιμες πράξεις. Για τούτο μπορούμε να μιλάμε για τη γενοκτονία των Αρμενίων ή τους χιλιάδες νεκρούς και πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Μπορούμε να μιλάμε για την Ελλάδα υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου η οποία διπλασιάστηκε σε μέγεθος. Τι σημασία έχει αυτό; Για την Ελλάδα η ανάκτηση εδαφών της Ηπείρου, της Μακεδονίας, και της Θράκης, η ανάκτηση της Κρήτης και πολλών νησιών του Αιγαίου δεν ήταν συμβολικές πράξεις. Ήταν πράξεις επιβίωσης. Ποτέ μικρές χώρες σε στρατηγικές θέσεις για τους ισχυρούς δεν έχουν καλή τύχη. Στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων άγονται και φέρονται, στη χειρότερη κατακτώνται ή εξαφανίζονται. Υπάρχουν ονόματα για να μας το θυμίζουν αυτό: Μήλος, Ινδιάνοι Β. και Ν. Αμερικής, Παναμάς, Γρανάδα, Κύπρος.
Η Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα ήταν ένα παιχνίδι της ιστορίας. Ο Βενιζέλος, άξιος διάδοχος του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, της έδωσε υπόσταση, της έδωσε φωνή.
Παίρνουμε πολλά ως δεδομένα. Για παράδειγμα ότι έχουμε υγεία ή ειρήνη. Πηγαίνετε σε ένα νοσοκομείο ανιάτων ή πετάξτε δυό ώρες προς τη γη της Αρχαίας Μεσοποταμίας ή τη γη της Παλαιστίνης ή τη γη της Αφρικής για ν’ αλλάξετε γνώμη. Παίρνουμε ως δεδομένο το ότι μιλάμε Ελληνικά. Κάντε ένα νοητικό πείραμα και ξαναγράψτε την ιστορία της Ελλάδας χωρίς τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη το 19ο αιώνα και χωρίς τον Βενιζέλο τον 20ο. Κατά πάσαν πιθανότητα εσείς κι εγώ δεν θα μιλούσαμε Ελληνικά.
Είναι τόσο σπουδαίο αυτό; Είναι. Στην ελληνική γλώσσα γράφτηκαν τα θεμελιώδη μαθηματικά του Ευδόξου, του Αρχιμήδη, του Ευκλείδη, η ποίηση του Ομήρου, του Σοφοκλή, του Αισχύλου, του Ευριπίδη, η ιατρική του Ιπποκράτη, η αστρονομία του Αρίσταρχου, η φιλοσοφία του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, η ιστορία του Θουκυδίδη, σε αυτή τη γλώσσα χαράχτηκαν τα μάρμαρα του Φειδία, σε αυτή τη γλώσσα γράφτηκε η Βίβλος, σ’ αυτή τη γλώσσα χαράχτηκε ο δυτικός πολιτισμός. Ο πολιτισμός που παρά τα αρνητικά του, τη βία, τους πολέμους, την εκμετάλλευση των λαών από την Αρχαία Αθήνα ως τη σύγχρονη Ευρώπη και Αμερική, παραμένει λαμπρός φάρος. Γιατί κάθε εποχή έχει το φως και το σκοτάδι της. Και είναι υποχρέωσή μας πάντα να διακρίνουμε το φως και να το διαφυλάσσουμε, και να διακρίνουμε το σκοτάδι και να το καταδικάζουμε στο όνομα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η ελληνική γλώσσα ήταν εκείνη που περιέγραψε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και είναι προνόμιο να την μιλάμε. Αυτό το προνόμιο θα χανόταν για πολλούς από εμάς αν δεν υπήρχε ο Βενιζέλος. Για τούτο χρωστάω ευγνωμοσύνη στον μεγάλο ηγέτη. Για τούτο αισθάνομαι μικρή υπερηφάνεια που πριν από ενάμιση χρόνο εισηγήθηκα στη Σύγκλητο και ψηφίστηκε ομόφωνα να δοθεί το όνομά του στο Πολυτεχνείο Κρήτης.
Αλλά το ζήτημα δεν είναι η γλώσσα με τη στενή της σημασία. Το ζήτημα είναι η γλώσσα ως επικοινωνία, ενότητα, και ύπαρξη στην ιστορία. Πώς βαδίζουμε δηλαδή στον κόσμο, πού αισθανόμαστε ότι ανήκουμε, ποια είναι η πατρίδα, τι μας συνέχει, τι μας κάνει να αντικρύζουμε την καινούργια μέρα με πάθος, με ελπίδα, με προσδοκίες. Αυτό που λέμε ανθρώπινη αξία.
Μπορεί κάποιος να ρίξει μια ματιά στη ιστορία για να τ’ αμφισβητήσει όλα αυτά. Ν’ αμφισβητήσει τη συνέχεια, την πατρίδα, την ανθρώπινη αξία. Δεν είναι δύσκολο. Μπορεί ν’ αντικρύσει το νεκρό Άβελ και τους νεκρούς που άφησαν οι Αθηναίοι στη Μήλο, μπορεί ν’ αντικρύσει τους νεκρούς της Ιεράς Εξετάσεως και τους τυφλούς που άφησε ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος και να τ’ αμφισβητήσει όλα αυτά. Δεν είναι δύσκολο. Μπορεί ν’ αντικρύσει τους σφαγιασμένους Ιθαγενείς της Αμερικής από τους Αγγλοσάξονες, τον Πισάρο, και τον Κορτές, μπορεί ν’ ακούσει τις κραυγές των σφαγιασμένων στη Χίο και τα Ψαρά από τους Τούρκους και να τ’ αμφισβητήσει όλα αυτά. Δεν είναι δύσκολο. Μπορεί να περάσει μια μέρα του 20ου αιώνα στο Άουσβιτς, στη Νότια Αφρική, στο Κογκό, στη Σιέρα Λεόνε, στο Σουδάν, στο Γκουλάγκ, στη Μυανμάρ, στην Καμπότζη, στην Κίνα, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, στην Ακτή του Ελεφαντοστού – τι ποιητικό όνομα για μια χώρα κόκκινη στο αίμα. Και θα πει ότι όλα αυτά τα μέρη είναι συνώνυμα της ψυχοπάθειας του θανάτου χωρίς φραγμό. Μπορεί να μετρήσει τους νεκρούς από την πολεμική βία στον πιο πολιτισμένο αιώνα της ιστορίας, τον 20ό – 110 εκατομμύρια – και να τ’ αμφισβητήσει όλα αυτά. Δεν είναι δύσκολο.
Αν όμως αυτός ο κάποιος έχει υπομονή και παρατηρητικότητα, μπορεί να ιδεί τον Αρχιμήδη να γεωμετρεί, το Σοφοκλή να ποιεί, τον Αρίσταρχο να δημιουργεί τάξη στο αστρικό χάος, το Γαλιλαίο να δείχνει το δρόμο του φωτός, τον Νεύτωνα ν’ ανοίγει τις πύλες του κόσμου, τον Σαίξπηρ και τον Ντοστογιέφσκι να ζωγραφίζουν με λέξεις την ψυχή του ανθρώπου, τον Παστέρ να διαδέχεται τον Ιπποκράτη, τον Δαρβίνο να εξηγεί το θαύμα των όντων, τον Μότσαρτ να μας λέει πώς δημιουργεί μουσική ο Θεός, τον Μπαχ και τον Μπετόβεν να υψώνουν τη μουσική εκεί που δεν υπάρχουν όρια, τον Γκάους και τον Ρήμαν να συνεχίζουν ότι άφησαν ατέλειωτο ο Αρχιμήδης και ο Ευκλείδης, τον Φρόυντ να ανοίγει τα μυστήρια της ψυχής, τον Αϊνστάιν να ξεκλειδώνει με μοναδικό μεγαλείο τη μαγεία του κόσμου για δεύτερη φορά, τον Καβάφη και τον Ελύτη να ξαναβρίσκουν τ’ ακρογιάλια του Ομήρου. Μπορεί να τα παρατηρήσει όλα αυτά και πολλά άλλα και να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε σύγχυση γιατί όλα αυτά είναι αντιφατικά. Αλλά η ανθρώπινη αξία είναι αντιφατική. Και η μοίρα του ανθρώπου είναι να παλεύει διαρκώς το σκοτάδι και να πασχίζει το φως. Και είναι υποχρέωση όλων μας να παλεύουμε το σκοτάδι και να πασχίζουμε το φως. Γιατί το φως είναι εύθραυστο και το σκοτάδι έχει σε κάθε ιστορική στιγμή τους ηγέτες του έτοιμους να το επιβάλλουν. Σε κάθε ιστορική στιγμή και σε κάθε χώρα, εννοώ και στη δική μας σήμερα.
Η μνήμη των ανθρώπων είναι σύντομη. Εμείς οι ίδιοι είμαστε σύντομοι. Η σύντομη μνήμη είναι μια βιολογική πολυτέλεια που εξελικτικά συμβάλλει στην επιβίωση. Δεν γίνεται να είναι κανείς διαρκώς θλιμμένος ή χαρούμενος ή θυμωμένος. Η βραχύτητα της μνήμης όμως δεν συνιστά κατ’ ανάγκην πολιτισμικό πλεονέκτημα. Δεν συμβάλλει στην εθνική μας επιβίωση.
Με τη λήθη δεν γίνεται σπιτικό, με τη λήθη δεν γίνεται πατρίδα. Και χωρίς σπιτικό και χωρίς πατρίδα είμαστε άνεμος στην ιστορία. Χωρίς σπιτικό και πατρίδα δεν έχουμε αφετηρία, δεν έχουμε κατεύθυνση. Και η σύγχρονη ιστορία των Ελλήνων στον 20ο αιώνα γράφει Βενιζέλο. Και γράφει τις αποφάσεις που έλαβε ο Εθνάρχης τη μοναδική στιγμή που έπρεπε να τις λάβει, όταν οι άλλοι έλεγαν αλλιώς. Και γράφει τις αποφάσεις χάρη στις οποίες είμαστε όλοι εμείς σήμερα εδώ. Αλλιώς μπορεί να είμαστε άνεμος χωρίς αφετηρία, χωρίς κατεύθυνση.
Και γι αυτό χρωστάω ευγνωμοσύνη.
Γιάννης Α. Φίλης