SINGLE ARTICLE VIEW

Ομιλία στην τελετή απονομής του χρυσού μεταλλίου στον ήρωα της Αντίστασης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συγγραφέα και μεταφραστή του Ομήρο

Ομιλία στην τελετή απονομής του χρυσού μεταλλίου στον ήρωα της Αντίστασης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συγγραφέα και μεταφραστή του Ομήρου, Γεώργιο Ψυχουντάκη, 22-6-2000 

«Γεννήθηκα εις Ασή Γωνιά στις 3 Νοεμβρίου 1920. Το όνομά μου το έδωσαν Γιώργη γιατί εκείνη την νύχτα που γεννήθηκα λίγο μετά το μεσονύχτιον ήτανε οι τρεις του Νοέμβρη που γιορτάζομε τον Άη Γιώργη τον μεθυστή. Μεθυστή τον ονομάζομε γιατί εκείνη την ημέρα πηγαίνουνε οι αμπελουργοί όλοι τα κρασιά τους σε μπουκάλες για να τα ευλογήσει ο παπάς του χωριού μας να βγει καλό κρασί και να ’ναι καλόπιοτο». Έτσι αρχίζει μια ολόκληρη ιστορία αντί για ένα βιογραφικό σημείωμα που ζήτησα από τον κ. Γ. Ψυχουντάκη, τον κυρ Γιώργη. Δεν αντιστέκεται στον πειρασμό ν’ αρχίσει τις ιστορίες και φαίνεται αυτό κάνει από την παιδική του ηλικία. Η ίδια του η ζωή είναι ένα μυθιστόρημα, σε συνεχή εξέλιξη, με μοναδική πλοκή.

Αν ο κόσμος στέκει στην τροχιά του επί χιλιάδες χρόνια, αυτό οφείλεται σε μία συνεχώς ανανεούμενη μειοψηφία ανθρώπων που από μια μοναδική αίσθηση χρέους αντιστέκονται στην απάθεια ή παθητικότητα της πλειοψηφίας και στις δυνάμεις αποσύνθεσης που διαρκώς ενεδρεύουν. Ο κυρ Γιώργης ανήκει στους πρώτους. Όλοι μας οφείλουμε στον αναλογούντα βαθμό σε τέτοιους ανθρώπους τη δυνατότητα να ζούμε και να εκφραζόμαστε ελεύθερα, ό,τιδήποτε κι’ αν σημαίνει ελευθερία για τον καθένα.

Σε μία δεξίωση για τη Μάχη της Κρήτης προ μηνός ο κ. Γιώργης απήγγειλε ένα του ποίημα κάτω από τα ειρωνικά υπομειδιάματα κάποιων Ελλήνων επισήμων και τον καταιγισμό χειροκροτημάτων από την πλευρά των Βρετανών, Νεοζηλανδών, και Αυστραλών Βετεράνων. Κάποιος ηλικιωμένος Βρετανός με το στήθος γεμάτο παράσημα σηκώθηκε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας.

«Με θυμάσαι;» τον ρώτησε Αγγλικά.

«Yes, yes» απάντησε ο κ. Γιώργης.

Μετά άλλοι δύο τον αγκάλιασαν.

«Αυτουνού τού έσωσα τη ζωή», μου λέει απλά δείχνοντας τον έναν. Μια Ιρλανδή του ζητάει τρεις αφιερώσεις σε αντίστοιχα Αγγλικά αντίτυπα του βιβλίου του «The Cretan Runner» («Ο Κρητικός Μαντατοφόρος») που μετέφρασε και προλόγισε ένας από τους ηγέτες της Βρετανικής Αποστολής στην Κρήτη το 1941-1945 και συγγραφέας ο Patrick Leigh Fermor.

            «Θα σε δούμε του χρόνου» του λένε όλοι Αγγλικά.

            «Yes OK, yes OK» απαντάει αυτός με παιδικότητα.

Στο στήθος του δεν έχει μετάλλια ηρωισμού γιατί δεν του απενεμήθησαν. Εκτός από το Μετάλλιο Ανδρείας του Βασιλέως που του απένειμε η Βασίλισσα της Βρετανίας, που όμως δεν το έφερε εκείνο το βράδυ.

Έχει και κάτι ιστορίες να λέει ο κ. Γιώργης για μια δεξίωση προς τιμήν του που έδωσε η Βασίλισσα της Βρετανίας στα Ανάκτορα του Μπάκινχαμ στις 21 Ιουλίου του 1960.

Ο Fermor τον περιγράφει σαν τον πιο αγαπητό της αντιστασιακής ομάδας του βουνού. «Έχει ικανότητα να παίζει με τις λέξεις, να κάνει αστεία, να γράφει στίχους, να αυτοσχεδιάζει, να δημιουργεί με τη φαντασία του απροσδόκητες καταστάσεις, να πειράζει τους σπουδαίους στα όρια της αναίδειας, αλλά με καλούς τρόπους, μικρό ύψος, και ένα παράξενο χαμένο βλέμμα».

«Γεννήθηκα από φτωχούς γονείς όπως φτωχοί ήτανε οι γι’ άνθρωποι του χωριού μας την εποχήν εκείνη». «Από χρήματα δεν είχαμε. Ελάχιστοι πολύ ήσανε εκείνοι που τα είχαν. Και για να πάρετε μιάν ιδέα: μιαν εβδομάδα μ’ έδερνεν ο δάσκαλός μου που ήτανε πολύ σκληρός δάσκαλος, γιατί δεν έγραφα το μάθημά μου κλπ επειδής οι γονείς μου δεν είχανε να μου δώσουνε τρεις δρχ να πάρω τετράδιο και μολύβι. Αναγκάστηκα να κλέψω για να γλυτώσω το ξύλο κι’ έκλεψα τρεις δρχ. του παπά από την εκκλησία την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως». Γρήγορα ανακαλύφθηκε η κλοπή και ο μικρός από τη ντροπή του έφυγε και αποπειράθηκε δύο φορές να θέσει τέρμα στη ζωή του. Μια με ένα όπλο και μια πέφτοντας από ένα δέντρο με το κεφάλι κάτω. «Κατέφυγα για μια βδομάδα στα βουνά του χωριού. Ήμουν αντάρτης από την οικογένειά μου. Με βρήκε ένας μου πρώτος ξάδερφος, μ’ έπιασε στο γλάκισμα και μου ’σπασε κάμποσες πλατανόβεργες πάνω μου. Μετά κατέφυγα στο Αρκάδι, χωρίς να ξέρει κανείς για τέσσερις μήνες που είχα πάει. Σαν ξαναγύρισα στο χωριό μου τέλειωσα το δημοτικό και ήμουν ο καλύτερος μαθητής σε όλες τις τάξεις. Δεν ξανάκλεψα πράμα στη ζωή μου κι’ αντάρτης δεν εξαναγίνηκα πια από την οικογένειά μου. Κι’ αν ξανάγινα αντάρτης αργότερα, το έκανα για την Πατρίδα».

Γνώρισε τον Patrick Leigh Fermor στο βουνό. Εκεί τον οδήγησαν ο Περικλής και η Ελπίδα Βανδουλάκη. Οι Βανδουλάκηδες έκρυβαν και βοηθούσαν Άγγλους σε όλη την αντίσταση. Αρκετοί από αυτούς έπεσαν για το καθήκον. Ο προϊστάμενος γραμματείας του Π.Κ. είναι απόγονός τους.

Ο νεαρός Γιώργης, που ήταν 21 αλλά έδειχνε 16, έβγαλε από διάφορα μέρη των ρούχων του σειρά από επιστολές πρακτόρων της Δυτικής Κρήτης. Φορούσε ένα μαύρο κουρελιασμένο πουκάμισο και μπαλωμένες μπότες. Από τη μία μπότα η σόλα κρατιόταν με σύρμα. Έδωσε τα γράμματα κοιτάζοντας πίσω του καχύποπτα βάζοντας το δάχτυλο τα χείλη κάνοντας νόημα να γίνει ησυχία. Προς τα μεσάνυχτα και μετά από πολλά ποτήρια ρακής, κάνοντας την ίδια παντομίμα έφυγε σε άλλη αποστολή λέγοντας Αγγλικά:

The Intelligence Service”.

Από τότε μέχρι την απελευθέρωση ο Γιώργης ήταν ο μαντατοφόρος ή καλύτερα ο δρομέας της Αντίστασης. Διέσχισε αναρίθμητες φορές την Κρήτη από το Ηράκλειο μέχρι τα Χανιά με όλη του την ταχύτητα, νηστικός, κατάκοπος, μεταφέροντας μηνύματα, ασυρμάτους σε ζώα ή στην πλάτη του, όπλα και εκρηκτικά, συχνά μέσα από μπλόκα Γερμανών, φυγαδεύοντας Βρετανούς. Τρεις άλλοι δρομείς που βγήκαν μαζί του στο βουνό πιάστηκαν κι’ εκτελέστηκαν. Οι δύο μετά από πολλά βασανιστήρια στην Αγιά. Κανένας δρομέας δεν πήρε ποτέ δραχμή για τις υπηρεσίες του. Η αίσθηση του καθήκοντος ήταν αρκετή.

Τον Οκτώβριο του 1941 ένας Άγγλος ταγματάρχης του Ιατρικού Σώματος ήταν σοβαρά άρρωστος και έπρεπε να φυγαδευτεί. Ο Γιώργης κι’ ένας Άγγλος τον έντυσαν σαν γριά γυναίκα, τον έβαλαν σε ένα γάϊδαρο και ξεκίνησαν από την Ασή Γωνιά, το χωριό του Γιώργη, για το Γερακάρι. Ο Άγγλος ήταν ντυμένος Κρητικός. Μετά από δύο ημέρες, διασχίζοντας Γερμανοκρατούμενες περιοχές έφτασαν στο Γερακάρι και παρέδωσαν τον Άγγλο στο δάσκαλο του χωριού Αλέξανδρο Κοκονά. Γυρίζοντας στην Ασή Γωνιά ο Γιώργης, που ήταν βοσκός, δεν βρήκε τα πρόβατά του. Κάποιοι είχαν κλέψει και τα εξήντα πρόβατα που ισοδυναμούσαν με επιβίωση γι’ αυτόν και την οικογένειά του εκείνους τους καιρούς.

Ο Γιώργης όμως συνέχισε τον αγώνα. Όταν ένα πλοίο από την Αφρική έφτανε στις νότιες ακτές, εκείνος ήταν εκεί με μηνύματα από το βουνό, έτοιμος να πάρει νέα μηνύματα, υλικό και ανθρώπους. Μετά ο αγώνας συνεχιζόταν στα βουνά μεταφέροντας μηνύματα από τις  κρύπτες των ασυρμάτων σε άλλα σημεία. Αυτό εσήμαινε συνεχή ετοιμότητα, ψυχρό θάρρος όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με Γερμανούς, αποφυγή των Ελλήνων προδοτών, των κακών Κρητικών, όπως τους έλεγε, ικανότητα στη χρήση των όπλων και των εκρηκτικών, εφευρετικότητα, τέλεια γνώση της κάθε σπηλιάς, του κάθε κρυσφήγετου, και συχνά, πολύ συχνά πείνα. Κάποτε μετά από πείνα 3 ημερών έφαγε μαζί με τον συνταγματάρχη Παπαδάκη ένα δηλητηριώδες χόρτο, αφού όμως το έβρασε 7 φορές χύνοντας κάθε φορά το νερό. Άλλοτε έξυσε τσόφλια από σαλιγκάρια από κάτι χόρτα και τα μοιράστηκε με έναν Άγγλο.

Μεσούσε ο πόλεμος όταν ο Γιώργης χρειάστηκε να μεταφέρει με ένα γέρικο γαϊδούρι έναν ασύρματο σε ένα σακί που μόλις είχε φθάσει από το Κάϊρο. Στο Σπήλι τον είδαν δύο Γερμανοί. Περίεργοι που περπατούσε πολύ αργά το ζώο του είπαν:

«Πολύ ξύλο αυτό».

«Πολύ ξύλο, όχι μαντζαρία, γάϊδαρος καπούτι», απάντησε ο Γιώργης.

«Όχι, όχι καπούτ, πολύ ξύλο» απάντησε ο ένας Γερμανός και άρχισε να περιεργάζεται το ζώο.

«Πίσω μου σ’ έχω Σατανά» μουρμούρισε ο Γιώργης.

Τελικά οι Γερμανοί σταμάτησαν για να φλερτάρουν δυο νεαρές, ο Γιώργης πέρασε με τον ασύρματο στο σακί εμπρός από την γερμανική Κομαντατούρ και χάθηκε στα βουνά.

Κάθε Άγγλος είχε το ελληνικό του όνομα για λόγους ασφαλείας. Ο Fermor ήταν ο Μιχάλης που ο Γιώργης όμως συχνά με την ελαφρά ειρωνεία που είχε για κάθε εξουσία αποκαλούσε κυρ Μιχάλη. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, ο Fermor τον ρώτησε Ελληνικά αν ξέρει Αγγλικά. Εκείνος απάντησε:

“I steal grapes every day αλλά δεν ξέρω Αγγλικά”. Φαίνεται είχε καλή προφορά που στην αρχή δεν πίστεψαν ότι δεν ήξερε τη γλώσσα.

Η επαφή με το θάνατο ήταν καθημερινή όπως ο ηρωισμός και η προδοσία. Αυτά τα στοιχεία αλληλλοέλκονται στην πολεμική σχιζοφρένεια. Ένας προδότης με το όνομα Κομνηνάς οδήγησε τους Γερμανούς στο Βαφέ στο σπίτι των Βανδουλάκηδων τον Νοέμβριο του 1942. Εκεί συνέλαβαν τον ασυρματιστή Μανώλη Παπαλεξάκη, το δικηγόρο Ανδρέα Πολέντα, έναν κουμπάρο του και άλλους. Ο ασυρματιστής έκρυψε τους κώδικες στο σακάκι του και καθώς τον έπαιρναν οι Γερμανοί, η Ελπίδα Βανδουλάκη, ψύχραιμα του είπε να φορέσει κάτι και του έδωσε ένα άλλο σακάκι, παίρνοντας εκείνο με τους κώδικες. Η Ελπίδα στη συνέχεια έκρυψε τον ασύρματο, τις μπαταρίες και τον φορτιστή σε μια σπηλιά την οποία φρουρούσε με ένα όπλο. Άφησε τη θέση της μετά από δυο ημέρες αφού την αντικατέστησαν ο αδερφός της Βαγγέλης και ο ξάδερφός της Ανδρέας Βανδουλάκης. Ο Γιώργης ήταν σε άλλο πόστο και γλύτωσε. Ο Μανώλης, ο Πολέντας και ο κουμπάρος εκτελέστηκαν στην Αγιά.

Όταν ένας άλλος προδότης, άγνωστων στοιχείων γιατί φορούσε κουκούλα, οδήγησε τους Γερμανούς στην Ασή Γωνιά, αυτή τη φορά ήταν για τον Γιώργη. Εκείνος όμως χάρη στην ψυχραιμία του ξέφυγε από την γραμμή των κρατουμένων μέσα από τα χέρια των Γερμανών. Δυο μέρες αργότερα 20 της Γκεστάπο πήγαν πάλι στο χωριό αναζητώντας τον Γιώργο Ψυχουντάκη. Προφανώς δεν τον βρήκαν αφού εκείνος αλώνιζε τα βουνά συνεχίζοντας τον αγώνα με το δικό του τρόπο.

Και αυτό έκανε ο Γιώργης μέχρι το 1945. Όταν τον ρώτησε η δημοσιογράφος Allison Pearson της Saturday Telegraph το 1998 αν οι Βρετανοί έμαθαν κάτι από τους Κρητικούς εκείνα τα χρόνια, είπε:

«Αυτό που έμαθαν από μας ήταν να πίνουν με την ψυχή τους, αφού η τροφή ήταν λιγοστή, να χορεύουν και να πυροβολούν για το κέφι τους στον αέρα. Μας έκανε εντύπωση πόσο αγαπούσαν τον τόπο μας και η αγάπη τους μας εμψύχωνε και μας έδινε θάρρος». Εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες στις παγωμένες και υγρές σπηλιές, ο Γιώργης δεν έχανε την εφηβική του περιέργεια και διάθεση. Ρωτούσε πώς ήταν ο Τσώρτσιλ, γιατί οι Σκωτσέζοι της Μάχης της Κρήτης φορούσαν φούστες, πόσα πρόβατα έχει κάθε Άγγλος. Και ακόμη και σήμερα πιστεύει ότι τα κρεβάτια από χαμόκλαδα στις σπηλιές ήταν πολύ αναπαυτικά. Η παρέα του ήταν κυρίως εκκεντρικοί Άγγλοι που είχαν ως βασικό προσόν επιλογής τους τη γνώση της Αρχαίας Ελληνικής. Ανάμεσά τους και ένας καθηγητής αρχαιολογίας της Οξφόρδης, ο Tom Dunbabin.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος ο Γιώργης είχε στο ενεργητικό του 4 χρόνια αντίστασης, 6 μήνες στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, πολλές θερμές φιλίες, και κάτι Αγγλικές φράσεις. Στο παθητικό του 60 κλεμμένα πρόβατα και τη μαρτυρία των παραλλαγών του τρόμου και του θανάτου. Έναν από τους συντρόφους του προς το τέλος του πολέμου, τον Αντώνη Ζωιδάκη, τον τραυμάτισαν οι Γερμανοί και μετά τον έσυραν πίσω από ένα όχημα πάνω σε χωματόδρομο μέχρι που το πρόσωπο και η ζωή του έγιναν χίλια κομμάτια. Το χειρότερο παθητικό για τον Γιώργη ήταν η αμνησία της ελληνικής γραφειοκρατίας και η οδυνηρή φτώχια της οικογένειάς του.

Θεωρήθηκε λιποτάκτης του Ελληνικού Στρατού επειδή δεν είχε πιστοποιητικά της Αντίστασης και οδηγήθηκε δέσμιος στις φυλακές του Πειραιά και της Μακεδονίας επί μήνες. Όταν βρέθηκαν τα χαρτιά του, τον έστειλαν στον Ελληνικό Στρατό στην Πίνδο επί 2 χρόνια. Γύρισε στην Ασή Γωνιά και δούλευε ως εργάτης ή καρβουνιάρης. Τις νύχτες έμενε σε σπηλιές γράφοντας με το ισχνό φως μιας λάμπας. Έτσι έγραψε τον «Κρητικό Μαντατοφόρο». Καθώς λέει ο ίδιος «Και γράφω ακόμη και θα γράφω μέχρι να κλείσουνε τα μάτια μου οριστικά και θα πέσει η πέννα από το χέρι μου».

Έγραφε από μικρός δεκαπεντασύλλαβους, μαντινάδες, ιστορίες. Με τη γνωστή του αυθάδεια είχε γράψει μικρός την «Ωδή σε μια μελανιά στη φούστα της δασκάλας». Κάποτε οι γυναίκες του χωριού του φόρεσαν παντελόνια για να προστατευτούν από το κρύο καθώς μάζευαν ελιές. Τέτοια συμπεριφορά, δηλαδή γυναίκες να φορούν παντελόνια, ήταν πρωτοφανής και ο μικρός Γιώργης έγραψε μερικούς σατυρικούς στίχους για τις γυναίκες που τους κόλλησε στην πόρτα του καφενείου του χωριού. Είχε φροντίσει να υπογράψει το έργο με το όνομα του τσαγκάρη.

Αργότερα, με την προτροπή του Μανούσου Μανουσάκη, ο κυρ Γιώργης μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στο κρητικό ιδίωμα. Για το έργο του αυτό, που εξέδωσαν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Καθώς γράφει ο Στυλιανός Αλεξίου στην εισαγωγή της Ιλιάδας, «Η ένταση, η ακρίβεια και η υψηλή ποιότητα των στίχων αυτών, η υπεροχή απέναντι στις άλλες νεοελληνικές μεταφράσεις είναι φανερή». Ούτε του Πολυλά ούτε του Εφταλιώτη οι μεταφράσεις φθάνουν τη δουλειά του Γιώργου Ψυχουντάκη. Λέει πάλι ο Αλεξίου: «Η κύρια διαφορά ήταν ότι εδώ δεν μιλούσε ένας λόγιος μεταφραστής, αλλά ένας απλός άνθρωπος που ξαναδημιουργούσε τον Όμηρο, αφού πρώτα τον είχε νιώσει και αφομοιώσει».

Ένα δείγμα:

Όμηρος: πνοιή ύπο Ζεφύροιο μελαίνη φρικί καλυφθείς

Εφταλιώτης: Άμα του μπάτη ξανοιχτεί το μαύρο σαγανάκι

Γ.Ψ.: Στο μαύρο τ’ ανατρίχιασμα π’ ο Ζέφυρος σηκώνει

Ο Γιώργος Ψυχουντάκης έχει μεταφράσει του Ησιόδου «Έργα και Ημέραι» και έχει γράψει το αυτοβιογραφικό «Όντεν ήμουν μαθητής» και τις «Αετοφωλιές στην Κρήτη: Λαογραφία της Ασή Γωνιάς» που εκδόθηκε από την Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων το 1999. Ο «Κρητικός Μαντατοφόρος» έχει επανεκδοθεί επανειλημμένως στα Αγγλικά και έχει κυκλοφορήσει στα Ουγγρικά. Κυκλοφορεί και στα Ελληνικά.

Η ζωή του κυρ Γιώργη ήταν γεμάτη αντιφάσεις, πόνο, ευτυχία, τρέλα, αγάπη. Ήταν η ζωή ενός Οδυσσέα όπως αυτός τον ένιωσε.

“Άρχισε, Μούσα, να μιλείς, να βγάλεις μελωδία.

Ψάλε τον άντρα πού ’ριξε την ιερή την Τροία.

Ψάξε τον πολυμήχανο, που κι ύστερα πλανήθη

σε θάλασσες και σε στεριές, πολλά ταλαιπωρήθη

κι ανθρώπων έμαθε πολλών τις χώρες και τη γνώμη”.

Ήταν η ζωή ενός Οδυσσέα όπως τον ήθελε ο Tennyson στο Ομώνυμο ποίημά του “Ulysses”:

To strive, to seek, to find and not to yield.

Nα πασχίζει, ν’ αναζητά, να βρίσκει και πίσω να μην κάνει.

Κύριε Γιώργο Ψυχουντάκη, κυρ Γιώργη, το Πολυτεχνείο Κρήτης με υπερηφάνεια σας απονέμει το χρυσό του μετάλλιο για όσα μας διδάξατε, για όσα σας οφείλουμε.

Γιάννης Α. Φίλης