Η Κάζοβαρ του Βαγγέλη Κακατσάκη είναι μια φανταστική χώρα ή πόλη που την κατοικούν χυδαίοι, αδύνατοι και φαέθοντες, δηλαδή άνθρωποι σαν εμάς. Η Κάζοβαρ έχει την ιστορία της που είναι άποψη της μεγαλύτερης Ιστορίας που γράφεται όπως γράφεται: με πολλές δοκιμές, διαγραφές, μυθικές αφηγήσεις που στο τέλος φτιάχνουν τον μύθο της φυλής. Η Ιστορία δεν είναι επιστήμη ούτε αντικειμενική καταγραφή. Είναι προέκταση της ποίησης. Ο ιστορικός θυμάται, επιλέγει πηγές, σβήνει, αναδημιουργεί, εμποτίζει τα κείμενά του με ιδεολογία – έστω υποδόρια. Διαβάστε την ιστορία του 1821 από τα απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη και έχετε δυο διαφορετικές ιστορίες: του Μακρυγιάννη περιαυτολογεί και βγάζει βαθιά αντιπάθεια για τον Κολοκοτρώνη, ενώ του Κολοκοτρώνη είναι συνοπτική, υποτονισμένη, χωρίς περιαυτολογίες.
Ένα από τα πιο πολιτισμένα έθνη σήμερα, το ιαπωνικό, έχει ξαναγράψει την ιστορία του με νομοθετικές πράξεις του 2007 που προωθούν τον πατριωτισμό και την αγιοποίηση των προγόνων του. Πουθενά δεν υπάρχει μνεία για τα 20 εκατομμύρια Κινέζων που σφαγίασαν στις δεκαετίες 30 και 40 ή τις δεκάδες χιλιάδες νεαρές γυναίκες από την Κίνα, την Κορέα, τις Φιλιππίνες, και την Ινδονησία που εξανάγκασαν με την απειλή των όπλων στην πορνεία, κατά διαταγή της ιαπωνικής κυβέρνησης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ανάγκες των Ιαπώνων στρατιωτών και αξιωματικών. Άλλη συνήθης πρακτική τους ήταν ο ομαδικός βιασμός και μετά η εκτέλεση των γυναικών, συχνά με βασανιστήρια.
Στην Κάζοβαρ, οι φαέθοντες ή ποιητές αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο όπου οι «χυδαίοι» δεν θα έχουν τον πρώτο λόγο. Γράφει στο ποίημα «Μπήκαν στην πόλη»:
«Μπήκαν στην πόλη
η αγορά γέμισε μάσκες.
Ο ήλιος μαζεύτηκε
πάνω στην ξεμοναχιασμένη παπαρούνα.
Οι πολλοί κρύφτηκαν στα σπίτια τους…»
Και λίγο μετά στο ποίημα «Μια νύχτα»
«Στα πεζοδρόμια κερνούσαν θάνατο.
Σκιές κακών εμπόρων αλώνιζαν στα μάτια μας.»
Αυτά τα ποιήματα είναι γραμμένα πριν από 30 χρόνια, επηρεασμένα ίσως από τη δικτατορία και τον απόηχό της. Ο Πολωνός Kazimierz Brandys είχε γράψει για την κατοχή της Πολωνίας από τους Ναζί και τους Σοβιετικούς: «Η σύγχρονη ιστορία μάς διδάσκει ότι χρειάζεσαι μόνο ένα ψυχικά άρρωστο άτομο, δυο ιδεολόγους και τριακόσιους δολοφόνους για να πάρεις την εξουσία και να φιμώσεις εκατομμύρια ανθρώπων.»
Λίγο διαφορετικά θα έλεγα ότι αν δημιουργήσεις τις κατάλληλες συνθήκες, αν δώσεις λίγη εξουσία σε οποιονδήποτε ανθρωπάκο, κατά πάσαν πιθανότητα έφτιαξες ένα δικτατορίσκο με ελάχιστες αλλά λαμπρές εξαιρέσεις. Σκεφτείτε τον δυνάστη δάσκαλο – στην εποχή μου οι περισσότεροι ήταν βίαιοι και απρόσιτοι – τον αδιάφορο γραφειοκράτη και διοικούντα, τον βουλευτή ή πρωθυπουργό που αντιμετωπίζει με περιφρόνηση και αδυναμία αναγνώρισης των συναισθημάτων τους ψηφοφόρους του. Η νευρολογία έχει δείξει με τη βοήθεια της λεγόμενης λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας ότι η ισχύς και η εξουσία μειώνουν στους ηγέτες την ικανότητα αναγνώρισης των άλλων ως ανθρώπων. Όταν συνήθεις άνθρωποι συναντούν συνανθρώπους, ενεργοποιείται ο μέσος προμετωπικός φλοιός του εγκεφάλου. Ανάβει όπως λέμε. Σε ανθρώπους της εξουσίας πολλές φορές αυτός ο φλοιός δεν ανάβει. Οι άνθρωποι της εξουσίας, οσοδήποτε μικρής, κατά πλειοψηφία, πιστεύουν σε ποικίλοντα βαθμό ότι είναι μοναδικοί και κάνουν χάρη στους πολλούς που τους κυβερνούν. Είναι όλοι αυτοί οι «χυδαίοι» κατά τον Κακατσάκη.
Γράφει στην «Κατασκευή ηρώων»:
«Οι δημοσιογράφοι δίπλα μας
έκαναν συλλογή κραυγών.
Τις περνούσαν από τόρνο
κι έβγαζαν χαμόγελα.
Τις τοποθετούσαν στα ίδια πρόσωπα
κι έφτιαχναν ήρωες…»
Ο Άγγλος συγγραφέας William Hazlitt έγραψε το 1817:
«Η ζωή είναι η τέχνη της αυταπάτης και για να πετύχει η αυταπάτη πρέπει να είναι διαρκής και αδιάκοπη.» Πάρτε για παράδειγμα τα καλά παιδιά της γειτονιάς σας, κουρέψτε τα και ντύστε τα ομοιόμορφα με γκρίζες στολές, γεμίστε τα κεφάλια τους με ιδεολογία ανωτερότητας της θρησκείας και της πατρίδας τους, προσθέστε λίγη προγονολατρεία και δώστε τους ένα Μ16. Πάρτε στη συνέχεια μια ομάδα ηλικιωμένων που θα τους δώσουν τις κατάλληλες διαταγές και έχετε έτοιμη τη μηχανή που θα σκοτώσει τα παιδιά της άλλης γειτονιάς, που έχουν κατώτερη θρησκεία και πατρίδα, χωρίς ενοχή και δισταγμό γιατί υπακούουν διαταγές. Δεν χρειάζεσθε καμιά ιδιαίτερη δόση χυδαιότητας ή κακίας. Χρειάζεσθε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον συνηθισμένο άνθρωπο που είναι σε θέση να διαπράξει ασυνήθιστα ανοσιουργήματα, πάντα με τις λαμπρές εξαιρέσεις του Αθανάσιου Διάκου, του Παναγούλη, του Λεντάκη. Οι χειρότερες αυταπάτες είναι της επίδειξης, της απόλυτης βεβαιότητας, και της αίσθησης ανωτερότητας έναντι άλλων.
Ο ιστορικός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Christopher Browning είχε απορήσει πού βρήκαν οι Γερμανοί τους ανθρώπους που εκτέλεσαν κάπου το 80% των θυμάτων του ολοκαυτώματος σε 11 μόλις μήνες μετά το 1942. Έτσι ανακάλυψε μεταξύ άλλων το 101 τάγμα Εφέδρων του Αμβούργου. Ήταν 500 ηλικιωμένοι άνθρωποι, ακατάλληλοι για μάχη από την εργατική και την κατώτερη μέση τάξη, χωρίς στρατιωτική εμπειρία. Αποστολή τους ήταν η εκτέλεση Εβραίων που ζούσαν σε απομακρυσμένα χωριά της Πολωνίας. Αρχικά οι μισοί αρνούνταν να συμμετέχουν στις εν ψυχρώ εκτελέσεις, αλλά υπό την πίεση της ενοχής ότι ήταν δειλοί και με τη δικαιολογία ότι υπάκουαν σε διαταγές, το 90% εκτέλεσε εξ επαφής 38,000 και έστειλε 45,000 στο στρατόπεδο θανάτου στην Τρεμπλίνκα. Κάποιοι ποζάρισαν για φωτογράφηση πατώντας τα θύματά τους, κάπως όπως οι Αμερικανοί στο Αμπουγκράιμπ.
Γράφει ο Κακατσάκης στην «Κατάντια»:
«Οι πάλαι ποτέ μεγάλες λέξεις,
ξεθωριασμένες, άθλιες, με βακτηρίες,
παρελαύνουν μπροστά
στ’ ανελέητα νήπια ερωτηματικά.»
Είναι αυτά τα ερωτηματικά πάντα τα ίδια δια μέσου της Ιστορίας, από τη Μεσοποταμία και την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, ίδια ακριβώς γιατί πίσω τους βρίσκεται η ίδια ανθρωπότητα.
Στην απολογία των αδυνάτων ο ποιητής ομολογεί την αδυναμία ν’ αλλάξουν τα πράγματα, τη διαρκή αναβολή για δράση.
«Μας απάγγειλαν
την κατηγορία οι δικαστές
ότι τυφλώσαμε τον έρωτα
κι ότι αφήσαμε να μουχλιάσει
το αντίδωρο της ελπίδας λέγοντας:
‘την άλλη άνοιξη, την άλλη άνοιξη’.»
Αλλά πώς αλλάζουν τα πράγματα; Ποιος είναι ο αλάθητος που θα ορίσει την κατεύθυνση; Προ μηνών πέρασα μισό χρόνο στο Εκουαδόρ, σ’ ένα πανεπιστήμιο στην πόλη Ριομπάμπα. Μια μέρα στην τάξη θεώρησα σκόπιμο να κάνω κήρυγμα στους μαθητές μου, όλοι διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο, για το πώς να είναι συνεπείς, να τηρούν το ωράριο, και άλλα διδακτικά. Η Κάτυ, μια φοιτήτρια, μου είπε απλά, «Δεν είμαστε σαν κι εσένα.» «Τι θα πει αυτό;» ρώτησα. «Θα πει ότι είμαστε διαφορετικοί.» Δεν απάντησα αλλά σκέφτηκα, «Ευτυχώς!»
Στο «Περιμένοντας τον Ιόλαο» γράφει ο Κακατσάκης:
«Οι σαΐτες μας είναι από χώμα.
Μόλις ξεφύγουν απ’ το τόξο
πέφτουν στη γη.»
Και πάλι συλλογίζομαι, «Ευτυχώς!» Εκείνοι που οι σαΐτες τους βρίσκουν αλάνθαστο στόχο είναι επικίνδυνοι. Είναι συνήθως οι επαναστάτες και οι ηγέτες κάθε βαθμίδας που δεν αμφιβάλλουν και θέλουν το καλό μας με κάθε μέσο. Είναι συνήθως αυτοί που οδηγούν τις μάζες με τις σαΐτες τους, δηλαδή με τη μυστικότητα, την παράνοια και τον καταναγκασμό, συχνά επικαλούμενοι τον νόμο, τις διαταγές και την πρόοδο. Είναι οι άνθρωποι που οι σαϊτιές είναι αυτοσκοπός.
Ο ποιητής ήταν νέος και, φαντάζομαι, απόλυτος όταν έγραφε αυτούς τους στίχους επικαλούμενος τον Ηρακλή να μας σώσει από τις στυμφαλίδες όρνιθες με τις ευθύβολες σαϊτιές του. Προσωπικά φοβάμαι λιγότερο τις στυμφαλίδες όρνιθες από τον απόλυτο, τον ανίκητο, τον αλάνθαστο Ηρακλή. Φοβάμαι μια κοινωνία απόλυτης αρετής και δικαιοσύνης. Φοβάμαι μια κοινωνία απόλυτης ομοιομορφίας και ισορροπίας. Φοβάμαι τους γήινους παραδείσους κι εκείνους που δεν διστάζουν να τους επιβάλλουν. Τέτοιοι παράδεισοι είναι η δεινότερη αυταπάτη των ανθρώπων. Καθώς είπε ο Immanuel Kant, «Από το στραβό ξύλο της ανθρωπότητας δεν βγήκε ποτέ κανένα ίσιο πράγμα.» Είμαστε όλοι διαφορετικοί, έχουμε διαφορετικές ικανότητες, επιθυμίες, προτιμήσεις, ιδεολογίες και η ανθρωπότητα ανθίζει και μαραίνεται μέσα από αυτή τη διαφορετικότητα. Η Ιστορία με έχει μάθει ότι η ομοιομορφία και η ισορροπία στην κοινωνία, χωρίς εξαίρεση, συνοδεύονται από ανείπωτη συμφορά και βία. Η ομοιομορφία και η ισορροπία στην κοινωνία βρίσκονται μόνο στα κεφάλια αφελών διανοουμένων και αδίστακτων δικτατόρων. Ενίοτε και στις προεκλογικές ομιλίες.
Στο τελευταίο μέρος της συλλογής που είναι «Το ημερολόγιο του Φαέθοντα» έχει τον λόγο ο ποιητής.
«Ανοίγουμε το πηγάδι της κραυγής!
Των πράξεων που είπαμε ποιήματα.
Έτσι δεν μπορούνε πια
να μας ξαναστήσουνε στον τοίχο…»
Λέει για την αλήθεια στην Ιστορία:
«Στο τέλος την ξεγυμνώσαμε
κι απ’ τα απαραίτητα
και ζητήσαμε την παρθενιά της…
που εκ των υστέρων έλεγαν
πως την έχουν κατακτήσει,
ο καθένας κατ’ αποκλειστικότητα…
Ας γράφουν! Εμείς ξέρουμε
ποιοι κατέκτησαν πραγματικά την Ιστορία…»
Προσωπικά πιστεύω ότι την Ιστορία, μετά την ποίηση, την κατέκτησε η πεζογραφία και η μυθολογία και στο τέλος αυτή η πανδαμάτειρα η αυταπάτη.
Ο ποιητής σ’ αυτήν την ενότητα δίνει τόνο αισιοδοξίας. Λέει στο ποίημα «Τέλος»:
«Πέθανε – μας είπαν – η ελπίδα…
Της σταυρώσαμε τα χέρια
και τη θάψαμε στην καρδιά μας.
Δε θ’ αργήσει η Ανάσταση!»
Και στο ποίημα «Λόγος» καταλήγει:
«Δε μπορώ
να λάβω μέρος στη δολοφονία της ελπίδας.»
Κανένας μας δεν μπορεί. Και στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής «Θα ‘ρθει καιρός»:
«Θα ‘ρθει καιρός
που τα τραγούδια θα γίνουν αναστάσιμα.
Μη φοβηθείτε,
όσοι ξέρετε από δάκρυα…»
Θυμάμαι καλά εκείνη την προ τριακονταετίας και πλέον εποχή. Είμαστε νέοι, είχαμε ξεμπερδέψει με την επταετία, είχαμε ιδεί τη μελαγχολική άποψη του κόσμου, τον βλέπαμε τώρα με αισιοδοξία. Φαντάζομαι τον Βαγγέλη Κακατσάκη να συνθέτει τη συλλογή του, να παλεύει με τις λέξεις για να εκφράσει την εποχή. Ήταν δύσκολη υπόθεση, γιατί το κλίμα της χώρας ήταν επιρρεπές στον πληθωρισμό, από την τέχνη ως την πολιτική. Ήταν η εποχή της ενηλικίωσης, λογοτεχνικής και πολιτικής. Τα λέω αυτά γιατί κι εγώ προσωπικά περνούσα μέσα από τον ίδιο αγώνα. Ήταν τότε που υποψιαζόμουν κάποια πράγματα για την τέχνη και τους καλλιτέχνες αλλά δεν τολμούσα να τα πιστέψω.
Ο Evelyn Waugh, ένας από τους μεγάλους πεζογράφους και διανοητές της Βρετανίας στον 20ο αιώνα, ο οποίος είχε συμμετάσχει στις επιχειρήσεις της Μάχης της Κρήτης το 1941, έγραφε: «Αλλά η μετριοφροσύνη δεν είναι το σύνηθες προτέρημα του καλλιτέχνη. Συχνά η έπαρση, ο ανταγωνισμός, η φιλαργυρία, η κακία – όλα τα απεχθή χαρακτηριστικά, τον ωθούν ώστε να τελειώσει, να συμπληρώσει, να εκλεπτύνει, να καταστρέψει, ν’ ανανεώσει το έργο του μέχρις ότου δώσει ζωή σε κάτι που ικανοποιεί τη ματαιοδοξία και τον φθόνο και την απληστία του. Και καθώς το κάνει αυτό, πλουτίζει τον κόσμο περισσότερο από τους γενναιόδωρους και τους καλούς, αν και κατά τη διαδικασία μπορεί να απολέσει την ψυχή του. Αυτό είναι το παράδοξο της καλλιτεχνικής επιτυχίας.» Θα προσθέσω ότι και οι ακαδημαϊκοί δεν ξεφεύγουν απ’ αυτόν τον κανόνα. Δώστε λίγη εξουσία στους πανεπιστημιακούς και έχετε έτοιμη μια ενδιαφέρουσα παράσταση. Θα διαπιστώσετε ότι οι καθηγητές συχνά μάχονται με μοχθηρία για μηδαμινά πράγματα, ότι δημιουργούν συμμαχίες και αντιπαλότητες για το τίποτα. Ο Woodrow Wilson πρύτανης του Πανεπιστημίου Πρίνστον και μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε διαπιστώσει με απογοήτευση ότι οι ακαδημαϊκοί μάχονται χειρότερα από τους πολιτικούς μεταξύ τους και ότι όσο πιο μηδαμινό το διακύβευμα τόσο πιο σκληρή η μάχη. Πίσω κρύβεται η ανασφάλεια για μια θέση στο πάνθεον των ανθρώπων της γνώσης ή μια ιεραρχική θέση στο κοπάδι.
Ξέρω προσωπικά πολλούς καλλιτέχνες που εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία. Μερικοί είναι κάτοχοι βραβείου Νομπέλ. Και ξέρω άλλους που ωρίμασαν έξω απ’ αυτή τη διαδικασία διατηρώντας τον ανθρωπισμό και την αγάπη τους για τον κόσμο. Στους τελευταίους ανήκει ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Ο Βαγγέλης από νωρίς εξέφρασε την αγωνία του για το άνθρωπο και πρότεινε ιδέες για μια ειρηνική συμβίωση. Δεν έμεινε στα λόγια. Δούλεψε ως δάσκαλος με τα παιδιά και άνοιξε τον δρόμο σε γενιές νέων προς το θαύμα του κόσμου. Είχε ένα εκπληκτικό εργαλείο για τούτο, τη γλώσσα. Πόσο πιο τυχερός μπορεί να είναι κανείς.
Γιάννης Α. Φίλης