Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Φίλη "Το Αρχιπέλαγος" πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Έναστρον την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013 στο Βιβλιοκαφέ Έναστρον.
Για το βιβλίο και το συγγραφέα μίλησαν ο λογοτέχνης Μάνος Κοντολέων και η συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Ελένη Γκίκα.
Σχόλιο της κας Ελένη Γκίκα για το βιβλίο αναρτήθηκε την Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013 στο facebook του Βιβλιοκαφέ Έναστρον.
"Μόνο εκεί που ξεκίνησες μπορείς να τερματίσεις...
Ή και αλλιώς:
Η χορογραφία του κόσμου
Για το βιβλίο του Γιάννη Α. Φίλη
“Το αρχιπέλαγος”, εκδ. “Έναστρον”
από την Ελένη Γκίκα
... “...Οι μυστικές διαπραγματεύσεις, οι συνωμοσίες, οι μεγάλες αποφάσεις, οι άνθρωποι που είχαν μεγάλη ιδέα για τους εαυτού τους, όλα είχαν αναχθεί στο τίποτα. Μόνο η ζωή στεκόταν μπροστά στο σκοτάδι της λήθης, απλή, αναπόφευκτη, μεγαλειώδης. Και τότε ο Τζίπσυ, για μια στιγμή, για μια στιγμή νόμισε πως βρήκε τη γλώσσα με την οποία θα εξηγούσε στο παιδί. Έπρεπε όμως πρώτα να εξηγήσει στον εαυτό του”.
Να σας πω την αλήθεια, αυτό το απόσπασμα στην πρώτη ανάγνωση το είχα σημειωμένο για τέλος. Αλλά τελειώνοντας, ο ίδιος ο συγγραφέας με απελευθέρωσε, “οι αληθινές ιστορίες δεν έχουν επίλογο”, “οι αληθινές ιστορίες δεν έχουν πρόλογο”,
φυσικά δεν θα προδώσω το άδηλο και το άφατο, αλλά θα μπορούσε κανείς και να υποθέσει ό,τι αυτή η πρώτη για μένα ή τελευταία παράγραφος, ενδεχομένως και να είναι ο συγγραφικός στόχος, η λύση στο μεγάλο και τελικά άλυτο αίνιγμα της κάθε δημιουργίας.
“Το αρχιπέλαγος” είναι ένα βιβλίο παλίμψηστο, μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι από επιστημονική φαντασία έως η ιστορία του κόσμου. Πολιτική αλληγορία, οικολογική παραβολή, θα μπορούσε κανείς να το δει και σαν τον παραμορφωτικό καθρέφτη της εποχής μας.
Με αφαιρετική αφήγηση και οικουμενική αντίληψη ο συγγραφέας αποφασίζει να τοποθετήσει στο Νησί, τη γενέθλια πόλη του καθενός μας, εξάλλου αν κοιτάξει κανείς στον χάρτη όλα αλλάζουν στη μεγάλη ροή του χρόνου. Χώρες εξαφανίζονται ή κατακερματίζονται, πόλεις αλλάζουν σύνορα, πληθυσμοί ξεριζώνονται, νησιά δίνονται ως “προικώα” με μια συνθήκη και εν μια νυκτί περνούν απέναντι, στεριές έγιναν θάλασσα και ποτάμια και λίμνες, πεδιάδες.
Αποτελώντας, τρόπον τινά, έναν τέλειο κύκλο- σαν καρκινική επιγραφή, μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα, εξάλλου έτσι δεν λέμε και στη ζωή πως είναι μια νέα αρχή κάθε τέλος;- η ιστορία αρχίζει από το τέλος ακριβώς για να ξαναρχίσει τελειώνοντας.
Στο Νησί, ο Τζίπσυ ως Νώε με Κιβωτό του τη Μνήμη έρχεται αντιμέτωπος με την αήττητη φύση. “Το Νησί βρήκε τρόπο να σβήσει την Ιστορία του” σκέφτεται και αντιστέκεται. Ξαναθυμάται ζώντες και τεθενώντες, ζωντανεύει για να κρατηθεί τη δική του Ιστορία που, όμως, είναι και η Ιστορία των άλλων.
Παιδάκι με τον παππού του στον παιδικό του παράδεισο, από μιαν Εδέμ εξάλλου δεν ξεκινάμε όλοι; Αγάπες, όνειρα, αρρώστιες, αγώνες μικρών ανθρώπων σε αφιλόξενο κι ακατανόητο κόσμο με αλαζόνες ναυάρχους που αποφασίζουν για τις τύχες του καθενός μας απ' το προσωπικό τους υπερφίαλο βασίλειο. Μνημόνια, Βασίλεια, Το μεγάλο Νησί και ο ξεριζωμός. Η παραγκούπολη που θα μπορούσε να είναι παντού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Η ιστορία που επαναλαμβάνεται, η γάγγραινα του αδελφού που γίνεται τέτανος της συζύγου, μονάχα ο αγώνας για την επιβίωση παραμένει σε όλους τους χρόνους πάντοτε ίδιος. Και η νόστος. Η λαχτάρα της επιστροφής στο γενέθλιο νησί. Λες και μόνο απ' εκεί που ξεκίνησες μπορείς και να τερματίσεις, σαν το Σολάρις του Λεμ και του Αντρέι Ταρκόφσκι.
"μου χρωστάνε τρεις πεθαμένους και τόσα χαμένα χρόνια"
Εξάλλου "πόσες ζωές μπορείς να ζήσεις από μνήμης;"
και ο παππούς επιστρέφει. Με τον μικρό εγγονό του που ελπίζει να είναι η συνέχεια. Στο μεταξύ, τριγύρω όπως πάντα, έχουν και πάλι αλλάξει τα πάντα. Λες κι ο κόσμος μας να είναι μονάχα η μαγική του εικόνα ή η αντανάκλαση.
Για να αντιμετωπίσει αυτή τη φορά όχι την ανθρώπινη καταιγίδα αλλά το μένος της φύσης, την καταιγίδα ενός αόρατου κόσμου.
Με εγκιβωτισμένο ένα μικρό δοκίμιο όπου ο συγγραφέας εξηγεί τις κλιματολογικές αλλαγές στον πλανήτη μας, συνεχίζει όπως αρχίζει, δεν έχει έρθει, εξάλλου, ακόμα το τέλος, αλλά ποιο τέλος;
“Ο άνθρωπος έχει ξεκινήσει να εξερευνά άλλους κόσμους κι άλλους πολιτισμούς, χωρίς να εξερευνήσει πρώτα το δικό του λαβύρινθο με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τα μυστικά δωμάτια, χωρίς να βρει πίσω από πόρτες που αυτός ο ίδιος έχει κλειδαμπαρώσει...” ισχυρίζεται ο Λεμ στο Σολάρις και ο Φίλης αναζητά στο Αρχιπέλαγος “ό,τι απέμεινε από την σκόνη των πραγμάτων”.
Με τον Τζίπσυ του από κάποια στιγμή και μετά να τον οδηγεί, παρ' ότι εκείνος, ο συγγραφέας τον δημιούργησε, για να του υποδείξει πως κάθε στιγμή πρέπει να κάνει ένα ακόμη αβέβαιο βήμα σαν να ήταν το πρώτο βήμα στο χορό του κόσμου, μπορεί και αυτό να είναι το χρέος.
Να του χαρίσει εν μέσω μιας ακόμα καταστροφής “τη δική του φευγαλέα αιωνιότητα” άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, τα πρόσωπα και οι τόποι διαρκούν όσο η μνήμη”.
Ένα απολαυστικό, ατμοσφαιρικό, κρυπτικό τελικά μυθιστόρημα που θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να το πάρει και σαν τον καθρέφτη της εποχής μας, του κόσμου. Με όλους τους Φόβους και τα υποθετικά διλήμματα που αντιμετωπίζουμε ως χώρα, αλλά ταυτοχρόνως και σαν τον άφατο κι άδηλο πλούτο των ξεριζωμένων όλου του κόσμου.
Διότι Ναι, κύριε Φίλη, και πόσο δίκιο έχετε,
“όλος ο κόσμος του βρισκόταν εκεί πίσω. Ό,τι τους απόμεινε ήταν οι ιστορίες τους. Μπορείς να κλέψεις ένα κόσμο αλλά δεν μπορείς να κλέψεις τις ιστορίες του. Γι' αυτό οι Αυτοκρατορίες είναι βραχύβιες”.
Κι εδώ σταματώ γιατί κινδυνεύω να σας μικρύνω ένα πραγματικά μεγάλο βιβλίο.
Να είστε καλά!"