SINGLE ARTICLE VIEW

Το ψέμα στην πολιτική

Άρθρο του Γιάννη Φίλη που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 9.5.2018

Συντάκτης: Γιάννης Α. Φίλης * 

Οι αντιπαραθέσεις της ελληνικής Βουλής συχνά διακρίνονται για το χαμηλό τους επίπεδο κοσμιότητας, με την εκτόξευση επιθέτων όπως «ανίκανος» ή «ψεύτης», συνήθως στον πληθυντικό της υποκριτικής ευγένειας, και σπανιότερα σε ενικό συνοδευόμενων από το επιφώνημα «ρε». Αν κανείς πιστέψει τέτοια λεγόμενα, θα καταλήξει στη διαπίστωση ότι οι πολιτικοί στην πλειονότητά τους ψεύδονται συστηματικά.

Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι γνήσια ειλικρινής ή ψευδής. Ολοι οι άνθρωποι κάποτε θα πουν την αλήθεια και κάποτε το ψέμα για να επιβιώσουν. Ενίοτε μάλιστα το ψέμα επιβραβεύεται, όπως όταν κάποιος παραπλανά τον εχθρό της πατρίδας του σε καιρό πολέμου. Αλλά το ζήτημα είναι το ψέμα στην πολιτική.

Οι άνθρωποι αποδίδουν σε αυτούς που κατέχουν υψηλές θέσεις ιδιαίτερο κύρος και σπάνιες ικανότητες και δύσκολα τους αντικρούουν. Οσο υψηλότερη είναι η θέση κάποιου τόσο μεγαλύτερα είναι τα ψέματα που μπορεί να εκστομίσει και τόσο μικρότερη η διάθεση του άλλου να τα αμφισβητήσει. Οι πολιτικοί κατέχουν θέσεις ισχύος και άρα, στην καλύτερη περίπτωση, θα μπουν αργά ή γρήγορα στον πειρασμό να πουν ψέματα. Το ενδιαφέρον είναι ότι, επαναλαμβάνοντας τα ψέματα, πολλές φορές τα πιστεύουν και οι ίδιοι. Η επανάληψη δημιουργεί εξοικείωση και στο τέλος πίστη.

Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος πίστευε ότι συνομιλούσε με τον Θεό, όπως και πολλοί άλλοι ηγέτες στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Ναμπίλ Σάατ, Παλαιστίνιο υπουργό Εξωτερικών, ο Μπους σε συνάντηση με τους Παλαιστίνιους δήλωσε: «Εχω αποστολή από τον Θεό. Ο Θεός μού είπε “Τζορτζ, πήγαινε και πολέμησε εναντίον των τρομοκρατών στο Αφγανιστάν”. Και πήγα. Και ύστερα ο Θεός μού είπε “Τζορτζ, πήγαινε και βάλε τέλος στην τυραννία του Ιράκ”. Και πήγα». Για να στηρίξει την κολοσσιαία αυταπάτη του, έδειξε σε όλο τον κόσμο ψεύτικα στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής που υποτίθεται ότι κατείχε το Ιράκ. Τις συνέπειες αυτής της καταστροφικής πολιτικής τις ζούμε ακόμη και σήμερα με τη διεθνή τρομοκρατία.

Ψέματα λένε όλα τα κόμματα στις προεκλογικές περιόδους. Η απόσταση αυτών που υπόσχονται προεκλογικά και της πραγματικότητας μετά από λίγα χρόνια το αποδεικνύει. Ή μήπως όχι; Τα κόμματα βρίσκουν πάντα δικαιολογίες γι’ αυτή την απόσταση: η «καμένη γη» που παρέλαβαν από τους προηγούμενους, οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκυρίες, οι αντιδράσεις των αντιπάλων, κάτι που σε κάποιο βαθμό μπορεί να ισχύει. Ποιος δεν θυμάται τις ατέλειωτες συζητήσεις στην Ελλάδα σχετικά με το «σκίσιμο των μνημονίων», που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ακόμη μία αυταπάτη. Μνημόνιο είναι μια δανειακή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών και δεν είναι κάτι που «σκίζεται».

Ομως η εστίαση σε συζητήσεις του είδους ποιος είπε τα μεγαλύτερα ψέματα ουσιαστικά αλλάζει την αποστολή της πολιτικής, που είναι η διαβούλευση και η λήψη αποφάσεων για τα προβλήματα της κοινωνίας. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, ένα κυρίαρχο ζήτημα είναι να ερευνηθεί ποιοι και πώς οδήγησαν τη χώρα στο τωρινό κατάντημα και τι πρέπει να γίνει, με σαφήνεια και όχι γενικότητες, για να βγούμε από την κρίση. Κι εδώ κανένα κόμμα δεν μπορεί να επικαλείται αθωότητα, ειδικά αυτά που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1974 έως το 2010 που άρχισε η επιτήρηση.

Ενας πολιτικός υπόσχεται πράγματα που δεν γίνονται για τρεις κυρίως λόγους: αν είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, αν υποτιμά την κατάσταση και τους αντιπάλους του και αν έχει κακή πληροφόρηση για την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι θέλουν να έχουν τον έλεγχο της ζωής τους και οι πολιτικοί, ως άτομα ισχύος ειδικότερα, συχνά πιστεύουν σε υπέρτατο βαθμό ότι έχουν την ικανότητα ελέγχου και υπόσχονται οτιδήποτε.

Ο έλεγχος της ζωής συνδέεται με την ποιότητα της ζωής. Στην Ελλάδα η οικονομική ανισότητα έχει τα τελευταία χρόνια αυξηθεί. Είναι γνωστό ότι η μεγάλη οικονομική ανισότητα έχει ως συνέπειες την αύξηση της βίας, την πτώση των υπηρεσιών υγείας και τη χαμηλότερη ποιότητα ζωής, όπως συμβαίνει τώρα στη χώρα μας. Τέτοια προβλήματα πρέπει να συζητηθούν σοβαρά και να αντιμετωπιστούν από τους πολιτικούς αντί να κατηγορεί ο ένας τον άλλο.

Η πολιτική γλώσσα είναι σημαντική σε μια δημοκρατία. Οταν η γλώσσα αυτή χρησιμοποιείται για να αποκρύψει, να προσβάλει, να απειλήσει, να μεταθέσει ευθύνες, να αποφύγει τη λήψη αποφάσεων για το κοινό καλό, παύει να είναι πολιτική. Δεν είναι απλώς αυτό που προσφιλώς κάποιοι αποκαλούν λαϊκισμό, είναι κάτι πολύ πιο επικίνδυνο. Η δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα από μια τέτοια γλώσσα, όπως δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα από τις δυνάμεις της αχαλίνωτης αγοράς. Αν οι πολιτικοί δεν ελέγξουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, η εναλλακτική πορεία που μας επιφυλάσσουν είναι κάτι που ήδη έχουμε αρχίσει να βιώνουμε στην Ευρώπη σαν υπόμνηση από το παρελθόν και έχει όνομα: φασισμός.

* πρώην πρύτανης Πολυτεχνείου Κρήτης